Ενα αληθινό, μοντέρνο κιαροσκούρο, μια Καθολική κηδεία, πένθος και μπαρόκ γύρω από έναν εσταυρωμένο, ανοίγουν αυτήν την εστέτ ταινία, κρεμασμένη από το βλέμμα της Ζιλιέτ Μπινός και το (μετα)φυσικό τοπίο της Σικελίας. Αφορμή για τον Πιέρο Μεσίνα, στην πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, που επιλέχθηκε από το Διαγωνιστικό του περσινού Φεστιβάλ Βενετίας, είναι το θεατρικό έργο του Λουίτζι Πιραντέλο, «Η Ζωή που σου Εχω Δώσει» και σκοπός να στήσει μια ταινία για την απώλεια και, μαζί, να κάνει σαφή την αισθητική του. Ακόμη κι αν δεν το ξέρεις, το μαντεύεις: ο Μεσίνα έχει μαθητεύσει ως βοηθός του Πάολο Σορεντίνο κι η ταινία έχει τους ίδιους παραγωγούς με την «Τέλεια Ομορφιά» και τη «Νιότη». Μόνο που η πληθωρική, καλοστημένη και φωτογραφημένη σα σαλόνι από περιοδικό των '90ς φωτογραφία του, δεν κρύβει το πνεύμα, τον κυνισμό και την ωριμότητα που δίνουν στα φιλμ του Σορεντίνο μεγαλύτερο βάθος απ' αυτό που παγιδεύει ο φακός.
Η ταινία παρακολουθεί την Ανα που, με την απώλεια κάποιου πολύ κοντινού της προσώπου που μαντεύουμε ποιο είναι, περνά μέρες και νύχτες κλεισμένη στην πανέμορφη έπαυλή της στη Σικελία, με μοναδικό συμπαραστάτη τον οικονόμο της. Η Ανα πονά και το καταλαβαίνουμε περισσότερο στη μοναχική τοποθέτηση της ηρωίδας σε μεγάλα, άδεια κάδρα και στο - πάντα κι ακόμα ακαταμάχητο - υγρό, πληγωμένο βλέμμα της Ζιλιέτ Μπινός. Τη μελαγχολία της θα διακόψει η απρόσμενη επίσκεψη της όμορφης σα δροσοσταλίδα Ζαν, της κοπέλας του Τζιάκομο, του γιου της Ανα. Ο Τζιάκομο δεν έχει φτάσει στο σπίτι «ακόμη» και οι δυο γυναίκες, προσπαθώντας να γνωρίσουν η μια την άλλη, θα τον περιμένουν, από τη Μεγάλη Παρασκευή ως την Κυριακή του Πάσχα, προσδοκώντας… ανάσταση νεκρών.
Σ' αυτόν, τον ελλειπτικό σκελετό, ο Μεσίνα θα προσθέσει πινελιές μυστηρίου, σουρεαλισμού, συμβολισμού, ψυχανάλυσης, στοιχεία γοητευτικά που, όμως, απλώς αθροίζονται, χωρίς η ταινία να τα αξιοποιεί ουσιαστικά. Ολόκληρο το νόημά της περικλείεται στον ψυχολογικό χορό δυο γυναικών που προσπαθούν ν' ακινητοποιήσουν το χρόνο σε μια στιγμή που ο θάνατος δεν έχει συμβεί. Σ' αυτό, περισσότερο από το φλου σενάριο, συνεισφέρει η αποτύπωση της άγριας, συναρπαστικής φύσης της Σικελίας, που αποκτά δικές της διαθέσεις και προκαλεί το δέος ή και τον τρόμο, απλώς επειδή υπάρχει και ξεδιπλώνεται σε σινεμασκόπ στα χέρια του διευθυντή φωτογραφίας Φραντσέσκο Ντι Τζιάκομο.
Η Ζιλιέτ Μπινός μοιάζει να είναι η ιδανική επιλογή για την κεντρική ηρωίδα της ταινίας, κυρίως επειδή η τελειοποιημένη, πια, μινιμαλιστική υποκριτική της αρκεί για να γεμίσει με συναίσθημα, θλίψη και πάθος τις ακατέργαστες σιωπές του σεναρίου. Η Λου ντε Λαάζ, από την άλλη πλευρά, αναδεικνύεται εξαιρετικά διακοσμητική, με μια αναγεννησιακή ομορφιά που δεν έχει ανάγκη καμιά μεγάλη σκηνή για να τραβήξει την προσοχή. Με τον ίδιο τρόπο, το ταλέντο του Μεσίνα στην εικόνα και την αισθητική είναι παραπάνω από προφανές: είναι, μόνο του, τόσο προβεβλημένο, μ' ένα χαρακτηριστικά ιταλικό κινηματογραφικό ναρκισσισμό, που η ταινία του αφήνει την αίσθηση ενός εντυπωσιακού αλλά επιτηδευμένου ντεμπούτο, που θα περιμένει υπομονετικά, όπως η Ανα, να γεμίσει με ωριμότητα, ουσία και κάτι πιο ενδιαφέρον από μια όμορφη εικόνα.