Ο πατέρας, η μητέρα και τα τρία τους παιδιά ζουν σε μια μονοκατοικία έξω από την πόλη. Γύρω από το σπίτι υπάρχει ένας ψηλός φράχτης. Τα παιδιά δεν έχουν φύγει ποτέ από το σπίτι. Διαπαιδαγωγούνται, ψυχαγωγούνται, βαριούνται και αθλούνται έτσι όπως οι γονείς τους πιστεύουν ότι θα έπρεπε, χωρίς κανένα εξωτερικό ερέθισμα. Τα παιδιά επίσης πιστεύουν ότι τα αεροπλάνα που πετάνε πάνω από το σπίτι είναι παιχνίδια και ότι τα ζόμπι είναι μικρά κίτρινα λουλούδια. Ο μόνος άνθρωπος που μπαίνει μέσα στο σπίτι είναι η Χριστίνα, η οποία δουλέυει σαν φρουρός security στο εργοστάσιο του πατέρα. Ο πατέρας κανονίζει τις επισκέψεις της στο σπίτι με σκοπό να κατευνάζει τις σεξουαλικές ορμές του γιού. Ολη η οικογένεια, και ιδιαίτερα η μεγάλη κόρη, λατρεύει την Χριστίνα. Μια μέρα η Χριστίνα κάνει δώρο στην μεγάλη κόρη μια στέκα για τα μαλλιά ζητώντας της κάτι άλλο σε αντάλλαγμα.
Αν η οικογένεια είναι η πρώτη γνωριμία μας με τη δομή της εξουσίας, τότε η «εξουσία» στην ταινία του Γιώργου Λάνθιμου «Κυνόδοντας» έχει αναμφίβολα μια γερή δόση διεστραμμένης φαντασίας. Στην οικογένεια που κατοικεί πίσω από τους ψηλούς φράχτες ενός απομονωμένου σπιτιού, οι γονείς ορίζουν την πραγματικότητα με τους δικούς τους όρους, κρατώντας τα τρία παιδιά τους καθηλωμένα σε μια εποχή και μια συναισθηματική ηλικία που μοιάζει θολή και απροσδιόριστη.
Το σχήμα του κόσμου που τους περιγράφουν είναι ακόμη πιο παράξενο: Έξω από τον κήπο παραφυλάει ο κίνδυνος, η γάτα είναι ικανή να σε κατασπαράξει, αεροπλάνα πέφτουν στο γρασίδι, οι λέξεις δεν έχουν τη σημασία που όλοι ξέρουμε. Ο θεατής μπαίνει στο σπίτι όταν όλοι οι κανόνες αυτού του “funny game” έχουν ήδη παγιωθεί και προσπαθεί να ανακαλύψει –σαν το παιχνίδι της τυφλόμυγας που παίζουν τα παιδιά– τη γεωγραφία αυτού του άγνωστου πλανήτη.
Ο «Κυνόδοντας» θα μπορούσε να είναι μια παραβολή για την ενηλικίωση ή ένα θρίλερ για τις κοινωνικές δομές, μια μαύρη κωμωδία για την οικογένεια ή ένα σκοτεινό παραμύθι για το σεξ και το σινεμά. Στην πραγματικότητα είναι όλα και μαζί τίποτα από τα παραπάνω, δεν θέλει να είναι παρά μια καρτ ποστάλ από μια πραγματικότητα που δεν μοιάζει «φυσιολογική» (αν δεχτούμε ότι κάτι τέτοιο υπάρχει). Δεν ενδιαφέρεται να ψυχολογήσει τους ήρωές του, δεν προσπαθεί να ανακαλύψει κίνητρα κι αιτίες, δεν χρωματίζει καν ηθικά τις πράξεις τους.
Όπως κι εμείς, έτσι κι ο Λάνθιμος μοιάζει να παρατηρεί δίχως να συμμετέχει, όμως, με έναν παράξενο τρόπο, η αποστασιοποιημένη «κλινική» ματιά σκηνοθετών σαν τον Χάνεκε δεν έχει θέση εδώ. Ο «Κυνόδοντας» γεννά αντιδράσεις στο μυαλό και το σώμα, σε κάνει να νιώθεις ασταμάτητα, δίχως να προσπαθεί να σου πει τι, και σε σπρώχνει από τη μια στιγμή στην άλλη σε αχαρτογράφητες συναισθηματικές περιοχές. Από το γέλιο στον τρόμο, από τη γαλήνη στο σοκ. Και πάλι πίσω. Το μόνο που μένει αμετακίνητο σε όλη τη διάρκεια του φιλμ είναι η αίσθηση πως αυτό που βλέπεις είναι κάτι αληθινά σπουδαίο: μια ταινία που τραβά το χαλί των ιδεοληψιών μας για τη ζωή και το σινεμά και μας επιτρέπει να τις ξανασκεφτούμε όσο προσπαθούμε να σταθούμε ξανά στα πόδια μας...