Ψηφιδωτό της underground αμερικανικής κουλτούρας, μανιφέστο των Yippies, κάφρικοι αφορισμοί από έναν καμμένο Ρίτσαρντ Πράιορ, πάντως σίγουρα όχι αυτό που έρχεται στο μυαλό του θεατή όταν διαβάζει «μια αντιπολεμική πολιτική ταινία από τη γενιά της αμφισβήτησης» στην παραπλανητική ελληνική αφίσα.
Οι εκπρόσωποι της εναλλακτικής πολιτιστικής σκηνής της Αμερικής στην αλλαγή δεκαετίας από το ’60 στο ’70, «συγκατοικούν» σε μια αξιοπερίεργη πειραματική ταινία. Σε ένα άδειο γήπεδο του μπάσκετ, ο Ρίτσαρντ Πράιορ, εντελώς φευγάτος, μονολογεί, κρατώντας μια μπάλα, και προσφέρει τα γνωστά του καυστικά και ιερόσυλα παραληρήματα, αλλά σε μια πιο λιώμα εκδοχή απ’ ό,τι συνήθως. Σ’ αυτό το σταθερό μοτίβο παρεμβάλλονται σκετσάκια των ανατρεπτικότερων νεαρών κωμικών της εποχής, ανάμεσά τους του Μάικλ Ο’ Ντόνοχιου (του Saturday Night Live και του National Lampoons), ή του Φρεντ Γουίλαρντ, ή ακόμα του Πολ Κράσνερ και του Αλ Γκόλντστιν.
Παράλληλα, μοντάρονται κομμάτια από ομιλίες, συναυλίες ή ταινίες καλλιτεχνών σαν τον Τζον Λένον με τη Γιόκο Ονο (στο κρεβάτι), την Τζόαν Μπαέζ, τον Αλεν Γκίνσμπεργκ, τον Λέοναρντ Κοέν, τον Λένι Μπρους, στον Αντι Γουόρχολ που παίρνει συνέντευξη από τον Οντίν κι ένα σωρό άλλα, που χρησιμοποιούνται ως συνδετικό υλικό – δεν έγιναν ή μαγνητοσκοπήθηκαν για την ταινία.
Και, τέλος, ανάλογα με τις θεματικές ενότητες στις οποίες χαλαρά χωρίζεται η ταινία – όπως ο ρατσισμός, το σεξ, η παχυσαρκία, το γυμνό, ο πόλεμος κτλ – γίνονται ορισμένες συνεντεύξεις στο δρόμο με μέσους Αμερικανούς που εκφράζουν τις (συνήθως έξτρα συντηρητικές) απόψεις τους για τα πράγματα.
Η ταινία έχει ως στόχο να καταγγείλει τον αμερικανικό τρόπο ζωής, σκέψης και πολιτικής και το κάνει με το αντισυμβατικό (αν και όχι στ’ αλήθεια αστείο) χιούμορ της νεολαίας της εποχής. Σκοπός είναι περισσότερο η σάτιρα, ευτυχώς, παρά ένα σοβαροφανές και ηχηρό κατηγορώ κι έτσι μπορεί κανείς, εκτός από το να χαζεύει το σπάνιο footage, να διασκεδάσει ελαφρώς με την ταινία.
Το «Κοτόπουλο Δυναμίτης» έχει μεγαλύτερο κοινωνικό και ιστορικό, παρά κινηματογραφικό ενδιαφέρον – το υλικό της ταινίας είναι τόσο ασύνδετο και περιστασιακό που σύντομα γίνεται κουραστικό. Για να την ευχαριστηθεί αληθινά, θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον τόσο φτιαγμένος όσο οι άνθρωποι που τη δημιούργησαν, ή που εμφανίζονται σ’ αυτήν.