Ενας μοναχικός μεσήλικας άντρας ζει τη ζωή του εγκλωβισμένος στη βιομηχανική βροχερή του επαρχία. Καταδικασμένος να κοιτάει από μακριά - τόσο τα βαγονέτα του γειτονικού ορυχείου που τον απέλυσε, όσο και τη γυναίκα της ζωής του που τον παράτησε και παντρεύτηκε κάποιον άλλον. Σε μία ύστατη προσπάθεια να την ξανακερδίσει, παγιδεύει τον άντρα της σ' ένα παράνομο κόλπο. Δεν υπάρχει όμως διέξοδο από το Κολαστήριο. Ειδικά αν το κουβαλάς μέσα σου.
Βασισμένη στο μυθιστόρημα του Λάζλο Κρασζναχορκάι, το οποίο διασκεύασε κινηματογραφικά ο ίδιος σε συνεργασία με τον Ταρ, η ταινία αποτελεί μία ληθαργική, ελεγειακή περιήγηση στην μεταβατική, μετα-κομμουνιστική Ουγγαρία, μια χώρα παρατημένη από την ιστορία, χαμένη όσο και οι κάτοικοί της. Ανθρωποι μονάχοι, κατεστραμμένοι από την αέναη κακουχία, βαθιά τσακισμένοι από την ανέχεια, χωρίς ελπίδα. Με τη βροχή να λασπώνει αλληγορικά κάθε όνειρο διαφυγής και την ομίχλη να «τρυπώνει ύπουλα από τα πνευμόνια στη ψυχή τους», οι αντιήρωες αυτού του κοινωνικοπολιτικού στιλιζαρισμένου νουάρ δεν ανταποκρίνονται σε καθιερωμένα κινηματογραφικά πρότυπα: το αρσενικό είναι απόλυτα loser, η femme fatale είναι μία θλιβερή κονσοματρίς νοικοκυρά. Αν το σινεμά της Δύσης παραμύθιαζε με νίκη του ενός απέναντι στο σύστημα και επικράτηση του αμερικανικού ονείρου, ο Ταρ περιέγραψε με κυνισμό το τοπίο της ανατολικής, κι όχι μόνο, Ευρώπης: οι συνθήκες - πολιτικές, γεωγραφικές, ακόμα και καιρικές- είναι η ζωή σου. Η ανεργία είναι η ζωή σου. Η ερωτική απόρριψη είναι η ζωή σου. Η βροχή είναι η ζωή σου.
Δύο δεκαετίες πριν ο Ταρ ήταν ακόμα πιο κυνικός, ωμά πεσιμιστής και απροκάλυπτα αγνωστικός - όλες οι θρησκευτικές αναφορές στο «Κολαστήριο» χρησιμοποιούνται με βαθιά ειρωνεία και επίγνωση ότι η τιμωρία είναι γύρω μας και μέσα μας - δεν μας περιμένει μετά θάνατον. Είναι πολύ ενδιαφέρον να επιστρέφει κανείς σ' ένα τόσο παλιότερο έργο του Ούγγρου δημιουργού και να συγκρίνει την πορεία του μέσα στα χρόνια: η νιχιλιστική κοσμοθεωρία του παραμένει αλώβητη, αλλά το βλέμμα του έχει μαλακώσει, η οργή του έχει καταλαγιάσει. Δεν τον ενδιαφέρει πια να είναι τόσο φλύαρος για την ανθρώπινη δυστοπία. Ο κινηματογραφικός διάλογος με το θεατή έχει περάσει σε άλλο, πολύ πιο αφαιρετικό, επίπεδο.
Ενα μόνο πράγμα παραμένει πανομοιότυπο: η αφοπλιστική ομορφιά του σινεμά του. Είναι αδιανόητο πόσο φωτογενής είναι η Κόλαση των πλάνων του. Με συνεργάτη τον φωτογράφο Γκαμπόρ Μεντβίγκι, ο Ταρ συνθέτει εξπρεσιονιστικά παιχνίδια με το φως ή την έλλειψή του, ενώ χρησιμοποιεί το ασπρόμαυρο δημιουργικά μέσα από τις αντιθέσεις, τις αποχρώσεις και τις γυαλάδες του. Τα δωμάτια είναι σκοτεινά γιατί απουσιάζει η ελπίδα. Οι εξωτερικοί χώροι θολώνουν από βρώμικο λασπωμένο λευκό γιατί δεν υπάρχει ορίζοντας. Ο Ταρ όμως ανακαλύπτει ομορφιά και στα χαλάσματα - ανθρώπινα ή οικοδομικά. Στήνει ατμοσφαιρικούς ληθαργικούς χορούς με την κάμερα σε νωχελικά αργόσυρτα τράβελινγκ, συνθέτει περίτεχνα κάδρα εικαστικής αρτιότητας, φωτίζει τα μάτια.
Το αποτέλεσμα είναι ένα μελαγχολικό ποίημα. Τραγικό και αβάσταχτο, μεγαλοπρεπές και υποβλητικό.