Αφού ο πατέρας του πεθαίνει και τίποτα δεν τον κρατά στην πνιγμένη από τον καπνό του ηλεκτρικού εργοστασίου Πτολεμαΐδα, ο τριαντάρης Νίκος κατεβαίνει στην Αθήνα. Ο θείος του του προσφέρει στέγη και μισθό με μοναδική του υποχρέωση να φροντίζει τα δύο σκυλιά του. Ομως όταν η σχέση με τη νεαρή θεία του γίνει ερωτική, η μίζερη ισορροπία τους κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα.
Κρατώντας από το film noir μόνο το σκοτάδι της νύχτας των αραιοκατοικημένων προαστίων και το αιχμηρό ασπρόμαυρο της εικόνας, ο Γιάννης Οικονομίδης, δοκιμάζει με τον «Μαχαιροβγάλτη» να μετακινήσει το βλέμμα του, δίχως ουσιαστικά να αλλάξει τον άξονα του σινεμά του. Οι ήρωές του είναι και πάλι διαβρωμένοι μικροαστοί, επαρχιώτες με τσακισμένα όνειρα, λαϊκές γυναίκες μαντρωμένες στο σπιρτόκουτο της οικογένειάς τους. Μόνο που εδώ, στη γυάλινη επιφάνεια που μπαίνει κάτω από το μικροσκόπιο της κάμερας του σκηνοθέτη, θα εισβάλλει ένας παράγοντας που μοιάζει απρόβλεπτος, εκρηκτικός, ικανός να σπρώξει τους ανθρώπινους μικροοργανισμούς που το φιλμ παρακολουθεί εκτός ελέγχου και την ίδια την ταινία κάπου πιο μακριά από την κοινωνιολογική καταγραφή ενός λούμπεν περιθωρίου.
Το ερωτικό πάθος, η συζυγική απιστία, η οργή, το έγκλημα θα μπορούσαν να είναι βγαλμένα από την ύφανση μιας τραγωδίας, να αποπνέουν την ανάσα του θρίλερ, αλλά είναι σαφές ότι ο Οικονομίδης δεν ενδιαφέρεται γι αυτά. Προτιμά να τριγυρίζει στο αδιέξοδο του μικρόκοσμου των ηρώων του, να αναπνέει τον αέρα τους, ακόμη κι αν οι βόλτες του στο αστικό φαρ ουέστ κινδυνεύουν να δείχνουν εκ του ασφαλούς εκδρομές στην «άγρια πλευρά». Τουλάχιστον εδώ, το σινεμά του αφήνει στην άκρη την ευκολία της λεκτικής βίας, τη γραφική, πλακατζίδικη σχεδόν χυδαιότητα της άκρατης βωμολοχίας, μια που και ο ίδιος δείχνει να καταλαβαίνει ότι αυτό που ξεκίνησε σαν αυθεντικός τρόπος έκφρασης μεταμορφώθηκε ερήμην του σε μανιέρα που μειώνει την αξία του σινεμά του.
Αυτό που μένει ίδιο και που τονίζεται από την εξαιρετική ασπρόμαυρη φωτογραφία του Δημήτρη Κατσαϊτη, είναι ο σκληρός λυρισμός του κόσμου όπου κινούνται οι ήρωές του και η αποπνικτική αίσθηση απελπισίας που τους καταδιώκει. Οπως και τα σκυλιά του φωνακλά, τσαμπουκαλή, σκληρού άντρα αφέντη, έτσι κι όλοι οι ήρωες στον «Μαχαιροβγάλτη» βηματίζουν πάνω κάτω κλεισμένοι στο δικό τους κλουβί, δεμένοι με το δικό τους λουρί. Οπως άλλωστε κι οι περισσότεροι από μας…