Sweet dreams are made of this
Who am I to disagree?
I travel the world and the seven seas
Everybody's looking for something
Some of them want to use you
Some of them want to get used by you
Some of them want to abuse you
Some of them want to be abused
Ετσι ξεκινάει η ταινία. Με το αγαπημένο χιτ των 80ς των Eurythmics να παίζει στη διαπασών, δημιουργώντας ένα χαμόγελο στο πρόσωπό σου, ανόητε θεατή, που θα σβήσει πολύ γρήγορα. Επρεπε να είχες προσέξει τους στίχους. Γιατί ποτέ δεν πρόσεξες τους σκοτεινούς, ανησυχητικούς στίχους;
Ο Λάνθιμος, σε συνεργασία με τον Ευθύμη Φιλίππου που επιστρέφει στην καρέκλα του συνσεναριογράφου, μάς έχουν δώσει ένα dark clue στο κατάμαυρο, νιχιλιστικό σύμπαν της ταινίας, αλλά το έχουν διασκεδάσει με ένα οικείο beatάκι που καθησυχάζει τις αισθήσεις. Κι αυτό θα συνεχίσουν να κάνουν σε όλη τη διάρκεια των 166 λεπτών: όσο το off-beat, κατάμαυρο χιούμορ υπόσχεται μία αλά Ρούμπεν Εστλουντ (σε αιμομικτική σχέση με τον Αρι Αστερ) παρωδία της ανθρώπινης φύσης, εκείνοι κρατούν νυστέρια (ή χασαπομάχαιρα) και προχωρούν ακόμα πιο βαθιά από την πρώτου επιπέδου επιδερμίδα για να κάνουν κοντινό στη σήψη, τη γάγγραινα. Σκίζουν, τεμαχούν, ακρωτηριάζουν. Πολλές φορές, όχι μεταφορικά.
Η σπονδυλωτή ιστορία χωρίζεται σε τρία κεφάλαια - το κάθε ένα με τίτλο και τίτλους τέλους να το αποκόβουν από το επόμενο. Οι ίδιο ηθοποιοί ερμηνεύουν διαφορετικούς χαρακτήρες, από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, σε διαφορετικές καταστάσεις. Ενας μόνο (ο Γιώργος Στεφανάκος) ερμηνεύει τον ίδιο άνθρωπο, τον R.M.F., έναν ρόλο εν τέλει περαστικό και ασήμαντο (Random Mother Fucker?) που διαπερνά και τις 3 αφηγήσεις ενώνοντάς τες με μία αινιγματική, σαδιστικά παιχνιδιάρικη, αιματοβαμμένη κλωστή.
Υπάρχουν κι άλλες ομοιότητες - όλες οι πλοκές διαδραματίζονται στην Νέα Ορλεάνη, διέπονται από δυαδικότητες ή δίδυμους ήρωες, οι ήρωες αφηγούνται ενοχλητικούς εφιάλτες, τρώνε μπριζόλες ή σοκολάτα, φοράνε μωβ ή οδηγούν μωβ αυτοκίνητα, και, πάνω από όλα, χρησιμοποιούν το σεξ (ή και σκέτο το φιλί στο στόμα) ως χειριστική μορφή εξουσίας, ελέγχου, υποτέλειας και υποταγής. Γιατί η πραγματική ομοιότητα όλων όσων έχουν οι Λάνθιμος και Φιλίππου να μας διηγηθούν, η παλλόμενη σάπια καρδιά της ταινίας, είναι η απεγνωσμένη, εξευτελιστική ανάγκη του ανθρώπου να γίνει αποδεκτός. Κάτι που μπερδεύεται με το «να αγαπηθεί». Κάτι που οδηγεί σε πολύ διεφθαρμένα άκρα.
Ενας σύζυγος στην άνοδο της καριέρας του παίρνει σαφείς εντολές από το τυραννικό αφεντικό του - όχι μόνο για το πώς θα εργάζεται, αλλά και για το τι ώρα θα ξυπνάει, τι θα φοράει, τι θα τρώει, τι θα πίνει, πότε θα κάνει σεξ με τη γυναίκα του, τη γυναίκα που του είχε διαλέξει ο ίδιος. Οταν του ζητηθεί κάτι που θα τεστάρει τα όριά του, ο υπάλληλος θα αρνηθεί και θα απολυθεί - όχι μόνο από την εταιρία, αλλά και από αυτή τη δέσμευση master & servant υπακοής. Κι ενώ περιμένεις να ελευθερωθεί και να αναπνεύσει ελεύθερα, εκεί είναι που θα φρικάρει. Οι επιλογές στη ζωή φέρνουν ξεβόλεμα. Και τρόμο.
Ενας αστυνομικός χάνει τη γυναίκα του σε μυστηριώδες ναυάγιο στη θάλασσα. Κι όταν εκείνη επιστρέφει, ο σύζυγος αντί να χαρεί, παρατηρεί όλες τις διαφορές στη συμπεριφορά της. Πώς τολμά μια γυναίκα να αλλάξει μέσα σ' ένα γάμο; Θα την τιμωρήσει για αυτό. Στην τρίτη ιστορία ο σύζυγος μένει πίσω. Ο γυναίκα του τον παρατάει για να ακολουθήσει το τρελό (ομολογουμένως) όνειρο της καριέρας της, κι αυτό στα μάτια του μοιάζει με υποταγή σε αίρεση. Κατά κάποιο τρόπο είναι: η δίψα της να επιτύχει είναι μεγάλη, η αυτοεκτίμησή της μικρή. Οπως και στην πρώτη ιστορία, η δουλειά είναι ανελέητη, οι απαιτήσεις παρανοϊκές, η αποκοπή από την οικογένεια επιβεβλημένη. Σε μία καίρια στιγμή, ο άντρας της θα την τιμωρήσει που τον άφησε πίσω στις προτεραιότητές της, θα της δείξει τη θέση της (άβουλη κι από κάτω του) θα της δείξει ποιος έχει την κυριαρχία.
Μην περιμένετε ότι τίποτα από όλα αυτά στο φακό του Λάνθιμου αποτυπώνονται με σαφήνεια. Μάλλον αποτελούν ερμηνείες στο επίτηδες θολό, σουρεαλιστικό, ακραίο σύμπαν που έπλασαν με τον Φιλίππου. Ιστορίες ελλειπτικής λογικής, γκροτέσκ αισθητικής, ενοχλητικών εικόνων, shock-value προκλητικών κορυφώσεων. Ιστορίες που μόνο ένα είναι σίγουρο: δεν είναι καλοσύνης, αλλά βαρβαρότητας. Γιατί αυτό είναι ο άνθρωπος - ένα φιλόδοξο, αμετροεπές, ανήθικο, ανασφαλές, ικανό για πάσα κακία πλάσμα. I travel the world and the seven seas, everybody's looking for something: some of them want to use you, some of them want to get used by you.
Κινηματογραφικά, τεχνικά όλα απογυμνώνονται στο πρωτόλειο σινεμά με το οποίο μας συστήθηκε: οι αποστειρωμένοι χώροι, η παγωμένη ατμόσφαιρα, το χρώμα (ή η έλλειψή του) ως ενόχληση, το edgy σινεμασκόπ και οι πειραγμένοι φακοί ως παραμορφωτικός αντικατοπτρισμός. Αν κάτι δεν είχαν οι πρώτες ταινίες αυτό ήταν η μουσική, αλλά η συνεργασία με τον Τζέρσκιν Φέντριξ (από το αγχωτικό πιανάκι που κρασάρει στο κρεσέντο του, μέχρι τις οπερετικές, προειδοποιητικές ψαλμωδίες ενός αόρατου Χορού) τού απέδειξε ότι μπορεί να υπάρχει μουσικό σκορ, χωρίς αυτό να αποτελεί συμβιβασμό.
Οι ηθοποιοί του είναι όπως πάντα εξαιρετικοί. Η Εμα Στόουν θα τσαλακωθεί ακομπλεξάριστα, θα τεντώσει όρια, θα πηδήξει (δις) κάθε φορά που ο Λάνθιμος της το ζητήσει. Ο Γούλιαμ Νταφόε θα επιβεβαιώσει ότι μεταμορφώνεται με άνεση σε τοξικό αρσενικό ή queer σαδομαζοχιστή με μόνη διαφορά λίγη μάσκαρα παραπάνω. Η Μάργκαρετ Κουόλι θα αφεθεί ως άξιος, εύκαμπτος πηλός στα χέρια του weird και του επικίνδυνου. Ο Τζέσι Πλέμονς, ο καλύτερος όλων, θα αποδείξει ότι είναι μεγάλος ερμηνευτής. Εχει δαιμόνιο ταλέντο, στόφα, γκάμα. Εχει ικανότητα να σε κάνει να τον λυπηθείς και να τρομάξεις - μέσα στο ίδιο βλέμμα.
Oχι, η ταινία δεν είναι αριστούργημα - το σινεμά του Λάνθιμου έχει υπάρξει νομοτελειακά πολύ πιο κοφτερό στο σχόλιό του, πολύ πιο ουσιώδες στην πρόκλησή του, πολύ πιο ακέραιο μέσα στο ανήθικο, σαδιστικό του πλαίσιο. Οχι δεν είναι η ταινία που θα περίμενε κανείς ως επόμενο βήμα από τον διεθνούς φήμης δημιουργό.
Κι ίσως εκεί κρύβεται το νόημα. Στο ότι αποτελεί ένα ξέπλυμα του ουρανίσκου.
Ο Λάνθιμος μοιάζει να έγκωσε από την απογειωμένη πλέον καταξίωση και δημοσιότητα, τα Οσκαρ, τις απαιτήσεις για μεγάλα και τρανά και μαζικώς αποδεκτά. Οσο ήταν στο εξαντλητικής διάρκειας μοντάζ του «Poor Things» μάλλον θέλησε να παίξει, να μάς τρολάρει. Να γυρίσει κάτι λιγότερο ακριβό, λιγότερο σύνθετο στην κατασκευή του, κάτι που θα του έδινε μία ακόμα ευκαιρία να ξαναδοκιμάσει τα χορευτικά βήματα και τις αντοχές γενναιότητας της Στόουν, κάτι που θα τον επέστρεφε δίπλα στον Ελληνα φίλο και συνεργάτη του, πίσω στις ρίζες του δύσκολου, του μη-φιλόξενου, του κυνικού σινεμά του. «Μην νομίζετε ότι με ξέρετε» είναι σαν να μας λέει ο Λάνθιμος, όσο ο ίδιος καθαρίζει το στόμα του από τα λίπη, τα αρώματα, τις κολακείες και το βάρος των απαιτήσεων (των στούντιο, των κριτικών, του κόσμου) και τα ξερνάει στο κινηματογραφικό του πτυελοδοχείο.
Δεν θέλουμε εύκολα, δε θέλουμε καλλιγραφικά, φωτογενή, ευανάγνωστα, δεν θέλουμε αναμενόμενα από τον δημιουργό που αγαπάμε. Αποδεχόμαστε και το zero fucks given για το αν θα σας αρέσω, της ταινίας. Ομως έχει διαφορά η weird παραμόρφωση από την καρικατούρα. Το σαρδόνιο χιούμορ από την ανεκδοτική εξυπνάδα. Το ολοκληρωμένο, στοιχειωμένο πορτρέτο της ανθρωπότητας από την συρραφή προκλητικών ιδεών.
Πάντως, κρυμμένη κάτω από το περιτύλιγμα του σουρεαλιστικού του αστείου, μία ιστορία καλοσύνης μάς την έδωσε. Αυτή των σκυλιών.