Καλάβρυτα. Δεκέμβριος 1943. Ενας αφανισμός. Εκτέλεση ολόκληρου του ανδρικού πληθυσμού από 14 χρονών και πάνω. Πυρπόληση όλων των σπιτιών. Αντίποινα, όπως είπαν οι Γερμανοί, για τη θανάτωση 80 στρατιωτών τους από τους αντάρτες. Και απέμειναν οι μανάδες. Με τα μικρά τότε παιδιά τους. Τα οποία σήμερα είναι ηλικιωμένοι άνθρωποι. Δεν είναι μονάχα η μνήμη της καταστροφής και του αίματος που τους έχει στοιχειώσει. Είναι τα ερωτήματα που βαραίνουν ακόμα περισσότερο. Θα είχαμε αποφύγει την καταστροφή αν οι αντάρτες δε σκότωναν τους Γερμανούς; Τι σημαίνει η λέξη αντίποινα; Και τι η λέξη καταστροφή; Γιατί εμείς; Ενα συλλογικό-πορτρέτο των επιζώντων που προσπαθούν, 70 χρόνια τώρα, να καταλάβουν ποιοι είναι και τι πραγματικά τους συνέβη.
Γνωστός ήδη από τη «Μακρόνησο» για τη διεισδυτική του ματιά πάνω σε μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, ο Ηλίας Γιαννακάκης επιστρέφει στο σινεμά τεκμηρίωσης - μετά από ένα διάλειμμα στη μυθοπλασία με τη «Χαρά» - για να αφηγηθεί το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων σε μια ανάθεση για τα 70 χρόνια της τραγικής επετείου.
Οπως δηλώνει ο ίδιος ο Γιαννακάκης, βασική προϋπόθεση της ανάθεσης που του έγινε από την Ενωση Καλαβρυτινών Αθήνας ήταν η καταγραφή της μαρτυρίας των αυτόπτων μαρτύρων που κατά τον ίδιο όρισε και τη φόρμα του ντοκιμαντέρ. Εκεί, άλλωστε βρίσκεται εξαρχής αποθηκευμένος και ο κορμός μιας ιστορίας που βρίσκεται ακόμη αποτυπωμένη στη μνήμη όσων την έζησαν και που έχει καθορίσει ακόμη και με τρόπους που δεν είναι εμφανείς ολόκληρη τη ζωή στα Καλάβρυτα από εκείνο το Δεκέμβρη του 1943 μέχρι και σήμερα.
Σε ένα από τα καλύτερα δείγματα ενός ακαδημαϊκού ντοκιμαντέρ που δεν φέρει κινηματογραφικές φιλοδοξίες, ο Γιαννακάκης γνωρίζει εξαρχής πως όταν έχει για ήρωές του τους επιζώντες του ολοκαυτώματος και τους συγγενείς των θυμάτων, είναι λίγα αυτά που χρειάζεται επιπλέον για να χτίσει πάνω τους το συγκλονιστικό χρονικό της σφαγής των περίπου 500 του ανδρικού πληθυσμού των Καλαβρύτων και της μετέπειτα σχεδόν ολοσχερούς καταστροφής της πόλης.
Οι μαρτυρίες είναι αφοπλιστικές, συγκλονιστικές, ποτισμένες από ανεξίτηλα τραύματα. Ανθρωποι που έζησαν τη φρίκη εκείνης της ημέρας αφηγούνται τις εμπειρίες τους, από τη μία πλευρά με το επείγον που θα το έκανε ένας επιστήμονας προκειμένου να διασώσει την Ιστορία και από την άλλη κουβαλώντας ένα διάχυτο πένθος που μοιάζει το ίδιο δυνατό με πριν από 70 χρόνια. Ο Γιαννακάκης είναι ο εξομολογητής τους, ο ψύχραιμος συνομιλητής τους, ο κινηματογραφιστής που τους δίνει χρόνο όταν τον ζητούν πνιγμένοι από τη συγκίνηση και τελικά ο χρονογράφος της βαριάς ιστορίας μιας ολόκληρης πόλης (και χώρας) που τολμά να οδηγήσει τα πράγματα ακόμη παραπέρα, σε μια ευθεία γραμμή που ενώνει το παρελθόν με το παρόν.
Διατηρώντας ως βασικό κορμό του ντοκιμαντέρ του τις εξομολογήσεις των κατοίκων των Καλαβρύτων, αξιοποιώντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το υπάρχον αρχειακό υλικό από την εποχή και φέρνοντας αναπάντεχα στο προσκήνιο και Γερμανούς φίλους των Καλαβρύτων που εργάστηκαν για να γίνει γνωστό το ολοκαύτωμα στην Γερμανία, ο Γιαννακάκης εξερευνα ταυτόχρονα το θέμα γύρω από τη «διχασμένη μνήμη των Καλαβρύτων». Το αποτέλεσμα, δηλαδή, μιας ιστορικής έρευνας που συνεχίζεται ακόμη και που ενδεχόμενα δικαιολογεί (αν και δεν δικαιώνει, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο φιλμ) την αγριότητα των Γερμανών, οι οποίοι προχώρησαν στη σφαγή των Καλαβρυτινών ως αντίποινα για την προηγούμενη εκτέλεση 77 Γερμανών αιχμαλώτων από τους αντάρτες.
Και αφήνοντας τους ίδιους τους ήρωες τους να αναρωτηθούν με πραγματική πικρή απορία πως είναι δυνατόν σε αυτόν τον τόπο να γίνονται σήμερα συγκεντρώσεις νεοναζιστών και η Ελλάδα να ζει αγέρωχα την άνοδο του φασισμού, ολοκληρώνει ένα σχόλιο πάνω στα κενά μνήμης της ίδιας της Ιστορίας, έτσι όπως αυτή επαναλαμβάνεται, κάνοντας αέναους κύκλους πάνω σε ακόμη ανοιχτές πληγές.
Λίγο πριν το τέλος του ντοκιμαντέρ, ο Γιαννακάκης θα ρωτήσει κατάματα τους μάρτυρες του ολοκαυτώματος ποια είναι η γνώμη τους για τους Γερμανούς και αν είναι διατεθειμένοι να τους συγχωρήσουν. Ακόμη και μέσα στην εκβιαστική και μελοδραματική της διατύπωση σαν μια ερώτηση που γνωρίζεις εκ των προτέρων πως θα προκαλέσει αντιφατικά συναισθήματα τόσο στους ίδιους όσο και στο θεατή, οι απαντήσεις που δίνονται και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο δίνονται είναι η μεγαλύτερη απόδειξη πως για όσους έχουν ζήσει τη φρίκη, έννοιες όπως η «λήθη» και η «συγχώρεση» δεν μπορούν να είναι αυτονόητες.