Μετά από 12 χρόνια απουσίας, ένας συγγραφέας γυρίζει στο πατρικό του με σκοπό να κάνει μια πολύ σημαντική ανακοίνωση στην οικογένεια του. Το ήσυχο απόγευμα όμως, δίνει τη θέση του σε αντιπαραθέσεις, βεντέτες, συναισθήματα υποκινούμενα από μοναξιά κι αμφιβολία, κι όλες οι απόπειρες αποτυγχάνουν από την ανικανότητα των ανθρώπων να ακούσουν και ν’ αγαπήσουν.
Δεν είναι ότι δεν το ξέραμε, αλλά το «It's only the End of the World» επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά πως ο μεγαλύτερος εχθρός του Ξαβιέ Ντολάν είναι ο εαυτός του. Οπως στις περισσότερες από τις πέντε προηγούμενες ταινίες του -στην πραγματικότητα σε όλες εκτός από το «Tom at the Farm»-, o Ντολάν σκηνοθετεί με την ένταση στο 11, λίγο πιο πάνω απ΄όσο θα χρειαζόταν. Και κάπως έτσι, κατορθώνει να κάνει ταινίες με σπουδαίες στιγμές αλλά σχεδόν ποτέ -εκτός από το «Tom»-, αληθινά σπουδαίες ταινίες.
Το «It's only the End of the World» ξεκινά συγκλονιστικά με την Camille να τραγουδά «Home is Where it Hurts», συνοψίζοντας την θεματική του φιλμ, όσο η κάμερα ακολουθεί τον Λουί, που επιστρέφει στο πατρικό του μετά από 12 χρόνια απουσίας, σε ένα μοντάζ που τον φέρνει από το αεροδρόμιο -με μια υπέροχη συρραφή από εικόνες μέσα από το παράθυρο του ταξί- στο πατρικό του σπίτι, όπου η μητέρα του ετοιμάζει μεζεδάκια και χούμους για την επανένωση. Μικρες μπουκιές που θα μείνουν αφάγωτες αφού στην διάρκεια της μέρας οι ήρωες θα κόβουν κομμάτια ο ένας από τον άλλο. Και οι ηθοποιό θα «μασάνε τα σκηνικά».
Ο Λουί γυρίζει πίσω για να ανακοινώσει στην οικογένειά του ότι σύντομα θα πεθάνει. Δεν ξέρεις από τι, αλλά καθώς μαθαίνεις πολύ γρήγορα ότι είναι gay και ο χρόνος που τοποθετείται η ταινία συμπεραίνεις ότι είναι κάπου στα τέλη των '80ς, μπορείς να κάνεις μερικές βάσιμες υποθέσεις. Στο σπίτι τον περιμένει η μητέρα του, μια γυναίκα που μοιάζει οχυρωμένη πίσω από τις ιδιοτροπίες της και το πολύχρωμο μακιγιάζ της, η αδελφή του που ήταν μικρό κορίτσι όταν την είδε για τελευταία φορά κι ο μεγαλύτερος αδελφός του με την γυναίκα του. Εκείνος ένας λιγομίλητος, βαρύς άντρας, πιστεύει ότι η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση και κρύβει τις ανασφάλειες του στον κυνισμό και την σκληρότητα, εκείνη μια γυναίκα συμβιβαστική που κατανοεί πολύ περισσότερα απ όσα λέει.
Στην διάρκεια της μέρας, ο Λουί και η οικογένειά του θα προσπαθήσουν να μιλήσουν ειλικρινά και βαθιά για όλα όσα τους χώρισαν για δώδεκα χρόνια, αλλά δεν θα κατορθώσουν να πουν, τουλάχιστον όχι με λέξεις, τίποτα απ όσα θέλουν. Κι εκείνος αναβάλει να ξεστομίσει αυτό που ήρθε να τους πει, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή. Το φιλμ του Ντολάν βασίζεται σε ένα θεατρικό του Ζαν Λικ Λαγκάρς και δυστυχώς παρά τις πανέμορφες εικόνες, η γλώσσα, οι διάλογοι, οι ερμηνείες το προδίδουν. Στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας ένα καστ εξαιρετικών ηθοποιών αναλώνεται σε ερμηνείες που αγγίζουν τα όρια της υστερίας, δίχως δυστυχώς να κουβαλούν καμιά δύναμη.
Σκηνοθετημένο με την γνώριμη υπερβολή του Ντολάν, με την μουσική συχνά στη διαπασών να καταπίνει τα πάντα και την κάμερα να γίνεται προβλέψιμα περισσότερο επιδειξιομανής απ όσο χρειάζεται για να υπηρετήσει την ταινία, το φιλμ χάνει πόντους από την διάθεσή του να εντυπωσιάσει, σε κουράζει παρά την σύντομη διάρκειά του.
Θα χρειαστεί να φτάσουμε λίγο πριν το τέλος για να δεις την Ναταλί Μπάιγ, την Λέα Σεϊντού, την Μαριόν Κοτιγιάρ και κυρίως τον Βενσάν Κασέλ να θυμίζουν το πόσο καλοί μπορεί να γίνουν, έχοντας σε όλη την προηγούμενη διάρκεια της ταινίας υπάρξει απλά εκνευριστικοί. Οσο για τον Γκασπάρ Ουλιέλ, αυτός είναι κυρίως σχήμα και καταλύτης, εντυπωσιακός ως φιγούρα αλλά αδύναμος ως χαρακτήρας. Ομως είναι μέσω της δικής του παρουσίας που το φιλμ εξερευνά τις θεματικές του, την μαύρη τρύπα της οικογένειας και των μυστικών της, την μαγνητική δύναμη της νοσταλγίας, το αφόρητο βάρος των πραγμάτων που μένουν ανείπωτα.
Και είναι με την δική του φιγούρα που το φιλμ κλείνει με έναν τρόπο που σε κάνει σχεδόν (αλλά, μόνο σχεδόν), να του συγχωρείς πολλές από τις αδυναμίες του: Μόνος στο άδειο σπίτι, με το ρολόι -κούκος να χτυπά και το φιλμ να βρίσκει όλη την μαγεία, την συγκίνηση, την ομορφιά, την ποίηση που στην διάρκειά του αγγίζει σε λίγες μόνο στιγμές, μέσα από μια σκηνή που κυριολεκτικά κάνει την καρδιά σου να πετάξει. Αλλά δυστυχώς πολύ αργά. Και για πολύ λίγο.