Η Χουλιέτα ζει με την κόρη της, Αντία. Και οι δύο υποφέρουν σιωπηλά για την απώλεια του άνδρα της Χουλιέτα και πατέρα της Αντία, μερικές φορές όμως η θλίψη δεν φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά – τους απομακρύνει ακόμη περισσότερο. Oταν η Αντία κλείσει τα 18, θα εγκαταλείψει την μητέρα της χωρίς καμία εξήγηση και η Χουλιέτα, έκπληκτη και συντετριμμένη, θα ξεκινήσει να την αναζητά με κάθε δυνατό τρόπο. Το μόνο που θα ανακαλύψει είναι το πόσο λίγο γνωρίζει την ίδια της την κόρη...
Δεν είναι τυχαίο ότι στη μοναδική σκηνή που βλέπουμε την ηρωίδα της νέας ταινίας του Πέδρο Αλμοδόβαρ να διδάσκει, το κεντρικό θέμα του μαθήματός της είναι η «Οδύσσεια» του Ομήρου, η άρνηση του Οδυσσσέα να δεχθεί τα πολύτιμα δώρα της Καλυψούς και η απόφασή του να διαλέξει να συνεχίσει την πορεία του, αψηφώντας τους κινδύνους που είναι σίγουρο ότι θα συναντήσει στο ταξίδι του στον «πόντο», τη μεγάλη ομηρική θάλασσα που κρύβει μέσα στα άλλοτε άγρια και άλλοτε ήμερα νερά της όλο το βάρος του κόσμου.
Σε μια τέτοια θάλασσα - που ονομάζουμε ανθρώπινη ζωή - κολυμπάει και η Χουλιέτα που δίνει το όνομα της σε ολόκληρη την ταινία, όχι γιατί αυτό που βλέπουμε είναι η ιστορία της, αλλά γιατί η ιστορία της ανήκει στις γυναίκες - κόρες, ερωμένες, μητέρες - όλου του κόσμου που κάποια στιγμή βρέθηκαν αντιμέτωπες με όλα όσα επέλεξαν να μην «ακούσουν» ή να μην «πουν», αφήνοντας τους κύκλους της μοίρας να τις οδηγήσουν από πληγή σε πληγή, ηρωίδες μιας λιγότερο επικής αλλά όχι και λιγότερο συγκλονιστικής «Οδύσσειας» από αυτή του Οδυσσέα.
To «Julieta» ξεκινάει με μία κουρτίνα. Μόνο που σύντομα αντιλαμβάνεσαι πως το κατακόκκινο ύφασμα που βλέπεις δεν είναι παρά το κοντινό στο φόρεμα μιας γυναίκας που ετοιμάζεται να αλλάξει ζωή, να μετακομίσει μαζί με τον αγαπημένο της στην Πορτογαλία και τη συναντάμε τη στιγμή που προσπαθεί να αποφασίσει ποια από τα πράγματα της θα πάρει μαζί της στο μεγάλο ταξίδι. Λίγη ώρα μετά, όλα έχουν ανατραπεί, αφού η τυχαία της συνάντηση στο δρόμο με μια φίλη της κόρης της που ζει πλέον μακριά, παντρεμένη με δύο παιδιά, θα κάνει τη Χουλιέτα να αλλάξει γνώμη, να χωρίσει από τον αγαπημένο της και να μείνει στη Μαδρίτη, αποφασισμένη να επουλώσει για πάντα τις πληγές που διαγράφονται αχνά στην αρχή, πιο έντονα καθώς περνάει η ώρα στο μελαγχολικό πρόσωπό της.
Η αυλαία όμως, ακόμη και χωρίς κουρτίνα. έχει ανοίξει και ο Αλμοδόβαρ είναι έτοιμος να κολυμπήσει στα βαθιά, καθώς η Χουλιέτα αρχίζει να γράφει στην κόρη της (τον εαυτό της;) όλα τα γεγονότα που την οδήγησαν μέχρι εδώ, μια διαδοχή τυχαίων, τραγικών, αναπάντεχων και ηθελημένων μικρών και μεγάλων συναντήσεων, χωρισμών και αποχαιρετισμών, ενοχών και σιωπών που πρέπει να ακουστούν για πρώτη φορά δυνατά για να αρχίσουν να αποκτούν νόημα και να οδηγήσουν - αν το καταφέρουν ποτέ - στο κλείσιμο μιας σειράς ανοιχτών πληγών. Και χωρισμένο σε δύο εποχές - στη νεαρή ηλικία και το παρόν της ηρωίδας του, το «Julieta» αρχίζει με τη σειρά του να αποκαλύπτει τα μυστικά του, μικρά ή μεγαλύτερα κομμάτια ενός ακόμη φιλμικού κομψοτεχνήματος για τις γυναίκες, τον έρωτα, όλα όσα ενώνουν και χωρίζουν τους άρρηκτους δεσμούς των ανρθώπων.
Βασισμένο αμυδρά σε μια σειρά διηγημάτων της Αλις Μουνρό - αλλά τελείως αλμοδοβαρικό, το «Julieta» συναντά (με εμφανείς ή κρυφές αναφορές) όλο το προηγούμενο έργο του ίδιου του Πέδρο Αλμοδόβαρ: η «κουρτίνα» των τίτλων και οι γυναίκες σε κώμα από το «Μίλα της», ένα ανδρικό και ένα γυναικείο σώμα σε στάση 69 από την «Καυτή Σάρκα», η μητέρα στο σπίτι στην επαρχία από το «Volver», η Ρόσι Ντε Πάλμα, οι αναφορές στον Χίτσκοκ του «Strangers on a Train», της «Ρεβέκας» και των «Πουλιών». Κυρίως όμως έρχεται να συναντήσει το μεγάλο σύμπαν του σινεμά των γυναικών και της μητρικής φιγούρας που επανέρχεται συχνά πυκνά στο έργο του Ισπανού δημιουργού, ένα «λυσάρι» για το που βρίσκονται σήμερα όλες αυτές οι μητέρες που δεν έμαθαν ποτέ γιατί επιλέχθηκαν ως πιόνια της μοίρας και ποιες από τις επιλογές τους υπήρξαν οι πιο μοιραίες για τις ίδιες και τους ανθρώπους που αγάπησαν.
Η ενοχή (γυναικεία ή ανδρική δεν έχει καμία σημασία) είναι κεντρική θεματική στο «Julieta», όπως και η τραγωδία (η αρχαία ελληνική, που διαβάζει συνεχώς η Χουλιέτα στη νεανική της εποχή) και το δικαίωμα στην ευτυχία που κανείς το κερδίζει άφου πριν έχει χάσει περισσότερα απ' όσα μπορεί να αντέξει. Η ζωή τιμωρεί την Χουλιέτα, αλλά ο Αλμοδόβαρ δεν πιστεύει στη χριστιανική αναγωγή της αμαρτίας-τιμωρίας (σχεδόν ούτε στην ύβρη και την τιμωρία των Αρχαίων Ελλήνων ποιητών) και έτσι, με τη σοφία που καμία θρησκεία δεν μπορεί να προσφέρει περισσότερο από το να ζήσεις μέχρι... θανάτου, ώριμος και ο ίδιος όπως και η ηρωίδα του, επιλέγει να μην πιστέψει τυφλά στη μοίρα, να μην αποφύγει το ταξίδι σε όλα αυτά που πονάνε πιο πολύ, αλλά να τα διασχίσει ξανά ως μοναδική οδό για το από δω και πέρα.
Μπορεί στη διαδρομή να αποφεύγει το μελό, επιμένοντας εδώ περισσότερο στο δράμα - χάνοντας αυθεντική συγκίνηση, μπορεί οι πολλαπλές χιτσκοκικές αναφορές να σβήνουν χωρίς να ολοκληρώνονται ποτέ, μπορεί η διαρκής αφήγηση (τα εκτός κάδρου της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας) να μην αφήνουν την πρόζα να αναπνεύσει εκτοξεύοντας πραγματικά αξιομνημόνευτες σκηνές (με εξαίρεση τη σκηνή στο τρένο που βρίσκει ήδη μια δική της θέση στην κινηματογραφική ανθολογία), μπορεί το «Julieta» να μην ανήκει σίγουρα στις μεγάλες του ταινίες αφήνοντας ένα αίσθημα κενού που δεν γεμίζει ποτέ, αλλά σίγουρα ο Αλμοδόβαρ παραμένει ένας από τους λίγους σκηνοθέτες στον κόσμο που μπορεί να χωρέσει μέσα σε ένα τόσο όμορφο τεχνητό σκηνικό τόσες πολλές αλήθειες για το μελόδραμα (ή την τραγωδία, αφού στην ουσία τους δεν διαφέρουν παρά ελάχιστα) της πραγματικής ζωής.