Το «Joker: Folie à Deux» είναι ένα σίκουελ που δικάζει τον ήρωα που έχτισε. Αν το «Joker» υπήρξε μια ριζοσπαστική ανάγνωση ενός κόμικ χαρακτήρα, μεταμορφώνοντας τον «χωρατατζή αντίπαλο του Batman» σε έναν παρία που δεν μπορεί να βρει τη θέση του στην κοινωνία και οδηγείται, μέσα από την τρέλα, στο έγκλημα, το «Joker: Folie à Deux» δοκιμάζει να εξερευνήσει την ευθύνη του ίδιου του χαρακτήρα του, το βάρος των πράξεών του, αλλά και, με έναν meta τρόπο, την επίδραση της ίδιας της ταινίας στο κοινό της.
Το φιλμ ξεκινά με τον Τζόκερ-Aρθουρ Φλεκ στη φυλακή, εν αναμονή της δίκης του για τους πέντε φόνους που διέπραξε πριν συλληφθεί — έξι, αν μετρήσουμε κι αυτόν της μητέρας του, για τον οποίο δεν έχει κατηγορηθεί. Η δικηγόρος του προσπαθεί να αποδείξει ότι δεν είναι σε θέση να δικαστεί ως έχων σώας τας φρένας, και ο ίδιος δεν είναι επίσης καθόλου σίγουρος για το αν ο Τζόκερ και ο Aρθουρ Φλεκ είναι δύο ξεχωριστές προσωπικότητες, και αν ο ένας διέπραξε τους φόνους εν αγνοία ή έστω δίχως τη συμμετοχή του άλλου.
Κι αν το πρώτο φιλμ ήταν η σταδιακή ανάδυση και η επικράτηση του Τζόκερ σε βάρος του Aρθουρ, εδώ είναι ο Aρθουρ που βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Αν το πρώτο φιλμ ήταν με τον τρόπο του το «έγκλημα», αυτό εδώ είναι η «τιμωρία». Κλεισμένος στη φυλακή του Aρκαμ, στο έλεος των δεσμοφυλάκων του και της εικόνας του, η οποία έχει μεταμορφωθεί σε σύμβολο για μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού της Γκόθαμ Σίτι, βιώνει τη δική του κόλαση, μέχρι τη στιγμή που θα συναντήσει, στη διπλανή πτέρυγα, τον αληθινό έρωτα στο πρόσωπο μιας εξίσου βασανισμένης γυναίκας — τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως — της Χάρλεϊ Κουiν.
Και εκεί, και ειδικά από τη στιγμή που η δίκη του Aρθουρ θα ξεκινήσει, το φιλμ θα απογειωθεί σε κάτι μεταξύ ενός παλιομοδίτικου μιούζικαλ και μιας δικαστικής ταινίας που αντλεί τις αναφορές του εξίσου από τις ταινίες του Φρεντ Αστέρ όσο και από κλασικά courtroom dramas. Κι ενώ ο κόσμος παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα τη «δίκη του αιώνα», έξω από το δικαστήριο συσσωρεύονται αμέτρητοι θαυμαστές και μιμητές του, όλοι όσοι είδαν στο πρόσωπό του κάτι παραπάνω από έναν απλό παράφρονα εγκληματία.
Το ερώτημα που βρίσκεται στο κέντρο του φιλμ και στην καρδιά του ήρωά του δεν είναι άλλο από το αν ο Aρθουρ θα αποδεχθεί τον ρόλο του αμοραλιστή τιμωρού, του θύματος που παίρνει εκδίκηση στο όνομα των ομοίων του, ή αν θα κατορθώσει να βγει από τη φούσκα της αρρωστημένης φαντασίωσης που ο ίδιος, οι υποστηρικτές του, ακόμη και η καινούρια αγαπημένη του, χτίζουν με επιμέλεια.
Ο Τοντ Φίλιπς μοιάζει να έχει απόλυτη συναίσθηση πως μια μερίδα του κοινού που έκανε το «Joker» τόσο μεγάλη επιτυχία, είδε σε αυτό κάτι από την ίδια ιδεολογία που έχουν οι άνθρωποι που συνωστίζονται έξω από το δικαστήριο στο «Joker: Folie à Deux», κι αποφάσισε να κάνει μια ταινία που, όπως κι ο ήρωάς της εδώ, με κάποιο τρόπο, αναλαμβάνει τις ευθύνες της. Αυτή εδώ η ταινία δείχνει φτιαγμένη για να μην αρέσει σε πολλούς από όσους λάτρεψαν το πρώτο φιλμ, και το γεγονός ότι επιλέγει τη φόρμα του μιούζικαλ, πέρα από όλες τις άλλες σεναριακές επιλογές, την κάνει ακόμη λιγότερο φιλική σε αυτούς τους θεατές.
Γι’ αυτό το θαρραλέο βήμα και μόνο, το «Joker: Folie à Deux» αξίζει μια μικρή υπόκλιση, όπως και για το ότι κατορθώνει να είναι ένα από τα πιο απροσδόκητα και σκοτεινά μιούζικαλ που είδαμε ποτέ. Ή για το ότι δίνει κάτι που θα μπορούσε να είναι ένα ολοκληρωτικό τέλος στην ιστορία του Τζόκερ — τουλάχιστον σε αυτήν την εκδοχή — αν και, φυσικά, στον κόσμο του Χόλιγουντ δεν μπορείς να είσαι ποτέ σίγουρος για τίποτα.