Οποιος έχει παρακολουθήσει από την αρχή το αιματοβαμμένο saga εκδίκησης που ακούει στο όνομα «John Wick», τότε σίγουρα έχει προσέξει πως σε κάθε κεφάλαιο το φανταστικό αυτό υποχθόνιο, και φουλ στιλιζαρισμένο, σύμπαν γεμάτο από σκοτεινά συνδικάτα και δολοφόνους που λειτουργούν μέσα από τις σκιές κάτω από τους κανόνες μιας Υψηλής Τράπεζας, επεκτείνεται σχεδόν με γεωμετρική πρόοδο. Η σκακιέρα συνεχώς μεγαλώνει, καθώς προστίθενται περισσότερα πιόνια σε αυτή, με την σειρά να γίνεται ολοένα και πιο συναρπαστική, πιο fun αλλά, κυρίως, και πιο βίαιη.
Για ένα franchise που νιώθεις πως δεν έχει τίποτε άλλο να πει εδώ και καιρό, με το Τέταρτο Κεφάλαιο της σειράς, ο σκηνοθέτης Τσαντ Σταχέλσκι τα παίζει όλα για όλα, και χωρίς ενοχές, κερδίζει το στοίχημα (με το σπαθί του) που ο ίδιος έχει θέσει εδώ και χρόνια με τους φανς της σειράς, από την πρώτη κιόλας ταινία, για να μας δώσει ίσως την καλύτερη, πιο βίαιη και πιο επική συνέχεια, αλλά πάνω από όλα ένα εξαιρετικό κλείσιμο στο saga του Τζον Γουικ.
Εδώ ο Τζον Γουικ βρίσκει τον τρόπο να νικήσει επιτέλους την Υψηλή Τράπεζα. Πριν όμως κερδίσει την ελευθερία του, ο Γουικ πρέπει να αντιμετωπίσει έναν εχθρό με πανίσχυρες συμμαχίες σε όλη την υφήλιο και δυνάμεις που θα μετατρέψουν παλιούς φίλους σε εχθρούς.
Το «John Wick Κεφάλαιο 4» νιώθεις πως είναι και οι τρεις προηγούμενες ταινίες μαζί σε μια. Και αυτό όχι μόνο λόγω της τεράστιας διάρκειάς του (2 ώρες και 49 λεπτά) αλλά κυρίως λόγω του ότι η δράση είναι ανελέητη από την αρχή μέχρι το φινάλε, χωρίς να σταματά για να πάρει ανάσα. Στα προηγούμενα κεφάλαια υπήρχαν 1-2 σκηνές δράσης που ήταν τουλάχιστον εντυπωσιακές, αλλά εδώ, και πραγματικά προς τιμήν του Σταχέλσκι, κάθε σκηνή, κάθε μάχη, κάθε αναμέτρηση σώμα με σώμα, είναι ένα masterclass στο πώς θα πρέπει να γυρίζεται η δράση σήμερα.
Υπνωτικές και εν μέρη προκλητικές, γεμάτες όμως με ενέργεια και αδρεναλίνη, ο Σταχέλσκι γυρίζει τις σκηνές αυτές με μια πραγματική μαεστρία, τιμώντας το κινηματογραφικό είδος αυτό, το οποίο υπηρέτησε για χρόνια πριν ως κασκαντέρ, αλλά αφήνοντας και τη δική του προσωπική υπογραφή. Από το Continental στην Οσάκα, το κλαμπ στο Βερολίνο, μέχρι και την δράση που εξελίσσεται στους δρόμους του Παρισιού, από την Αψίδα του Θριάμβου, το αριστουργηματικό μονοπλάνο με την κάμερα να κοιτά από ψηλά (σαφής επιρροή από το video game «Hotline Miami» του 2012, το οποίο θυμίζει αρκετά το σύμπαν της ταινίας) στο εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο και τη μάχη στα 222 σκαλιά που οδηγούν στη Σακρ Κερ στη Μονμάρτη, η κάμερα του Σταχέλσκι γεμάτη αυτοπεποίθηση χορεύει ανάμεσα στη βροχή από σφαίρες, τα χτυπήματα από σπαθιά, τις κλωτσιές και τις μπουνιές, και δεν χάνει ούτε ένα καρέ σε αυτό το γαϊτανάκι αίματος και βίας.
Την απογειωτική δράση εξυψώνει ακόμη περισσότερο - για ακόμη μια φορά - η εξαιρετική φωτογραφία του Νταν Λόστσεν ο οποίος δημιουργεί έναν νουάρ σύμπαν με πολύχρωμα νέον χρώματα, με το μπλε και το κόκκινο να κυριαρχούν στην Οσάκα και στο Βερολίνο αλλά και τα πιο ουδέτερα και γήινα χρώματα στη Γαλλία και στη Νέα Υόρκη, κρατώντας έτσι τις λεπτές ισορροπίες σε ένα σύμπαν που συνεχίζει να μοιάζει σαν να ξεπήδησε από το τις σελίδες ενός manga αλλά ταυτόχρονα πατώντας τα πόδια του γερά στον δικό μας κόσμο.
Οσο και αν οι μάχες είναι εξαιρετικές, όσο και αν μένεις με το στόμα ανοιχτό σε κάθε λεπτό τους, υπάρχουν στιγμές που νιώθεις πως έχεις μπουχτίσει από την καταιγιστική δράση. Θέλεις να δεις την πλοκή και τους χαρακτήρες να συνυπάρχουν με όλη αυτή τη βία που περνάει για ώρα μπροστά σου. Μόνο που, για άλλη μια φορά, το σενάριο δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά μια δικαιολογία για να πάμε στην επόμενη σκηνή δράσης χωρίς πολλά-πολλά, απλώς ικανοποιώντας τον σκοπό του ως κάτι το διεκπεραιωτικό και σε στιγμές απλοϊκό και γεμάτο κλισέ.
Και ναι, για την ταινία αυτό και μόνο αρκεί...
Και αυτό είναι ίσως το μεγάλο κρίμα γιατί οι νέοι χαρακτήρες είναι πραγματικά ενδιαφέροντες, μόνο που το σενάριο δεν ενδιαφέρεται το ίδιο να τους εξελίξει σε κάτι παραπάνω από τη χάρτινη υπόστασή τους. Ο Κέιν του Ντόνι Γιουν σου κεντρίζει τόσο πολύ το ενδιαφέρον, ως τυφλός δολοφόνος, που δεν αναπτύσσεται πέρα από ένα κλισέ χαρακτήρα. Το ίδιο και με τον Μπιλ Σκάρσκαρντ στο ρόλο του κακού Μαρκήσιου, ο οποίος γρήγορα μετατρέπεται σε μια κλασική καρικατούρα, και τον Σαμίερ Αντερσον στο ρόλο του ανώνυμου Ιχνηλάτη, ο οποίος έχει παρέα και ένα σκύλο και τον Χιρογιούκι Σανάντα στον ρόλο του Σιμάζου. Τουλάχιστον όλοι παίζουν υπέροχα τους ρόλους τους, αλλά μόνο για όσο τους επιτρέπει το σενάριο που έχουν στα χέρια τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τους Κιάνου Ριβς, Ιαν ΜακΣέιν, τον Λόρενς Φίσμπερν και τον (#rip) Λανς Ρέντικ οι οποίοι ακολουθούν την λογική «αν κάτι δεν είναι χαλασμένο, μην προσπαθείς να το φτιάξεις» για τους ρόλους τους.
Ναι, το «John Wick Κεφάλαιο 4» είναι μια από τις καλύτερες ταινίες δράσης (με πολλή έμφαση στην δράση) των τελευταίων χρόνων. Ελευθερώνει μια ανελέητη ενέργεια από τα πρώτα της κιόλας λεπτά για να φτάσει να δώσει στον Τζον Γουικ ένα φινάλε που ο ίδιος πάλεψε με νύχια και με δόντια (και με σπαθιά και πιστόλια και μπουνιές) για να το κερδίζει. Και, αν μη τι άλλο, ακόμη και με τις αδυναμίες του, το αξίζει.