Ενας ελεύθερος σκοπευτής δολοφονεί με έξι βολές πέντε τυχαία ατόμα. Οταν η αστυνομία τον συλλαμβάνει, αυτός ζητά να του φέρουν τον Τζακ Ρίτσερ. Πρώην αστυνομικός του στρατού και φάντασμα για τις Αρχές, ο Τζακ Ρίτσερ θα εμφανιστεί από το πουθενά, θα ομολογήσει πως γνωρίζει από παλιά τον κατηγορούμενο που βρίσκεται σε κώμα και θα βοηθήσει τη νεαρή δικηγόρο που έχει αναλάβει την υπέρασπισή του να ξετυλίξει τον ιστό των αποκαλύψεων που κρύβει η υπόθεση.
Για όσους δεν γνωρίζουν τον Τζακ Ρίτσερ, έτσι όπως τον φαντάστηκε ο Βρετανός Τζιμ Γκραντ στη διάσημη σειρά βιβλίων που υπέγραψε με το ψευδώνυμο Λι Τσάιλντ, πρόκειται για έναν έναν πρώην αξιωματούχο της αμερικανικής στρατιωτικής αστυνομίας που γεννήθηκε σε μια στρατιωτική βάση στο Βερολίνο και που μετά την αποχωρησή του από το στρατό, κυκλοφορεί ως φάντασμα χωρίς να γνωρίζει κανείς που βρίσκεται ή πώς καταφέρνει να εμφανίζεται ακριβώς τη στιγμή που τον χρειάζονται για να λυθεί μια δύσκολη αστυνομική υπόθεση.
Ή πιο απλά, όπως θα ακούσετε να τον χαρακτηρίζουν και στην ταινία, ο Τζακ Ρίτσερ είναι o άνθρωπος που «δεν ενδιαφέρεται για το νόμο, δεν ενδιαφέρεται για τις αποδείξεις, το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να κάνει το σωστό», ένας μοναχικός καουμπόι στην Αγρια Δύση των σύγχρονων μητροπόλεων, κυνικός όσο ο Dirty Harry, εφευρετικός όσο ο Τζέισον Μπορν, βίαιος όσο ένας εκδικητής που σέβεται το νόμο όσο ο νόμος σέβεται την ελευθερία του.
Αυτές οι μυθολογικές (και σινεφίλ) προεκτάσεις, σε συνδυασμό με τις πωλήσεις της σειράς των βιβλίων του Γκραντ, φαίνεται πως γοήτευσαν τον Τομ Κρουζ, όταν αποφάσισε να υποδυθεί τον Τζακ Ρίτσερ, μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη το βιβλίο με τον τίτλο «One Shot» και αναθέτοντας τη σκηνοθεσία στον βραβευμένο με Οσκαρ σεναριογράφο του «Συνήθεις Υποπτοι» Κρίστοφερ ΜακΚουάρι (με τον οποίο ο Κρουζ είχε ξανασυνεργαστεί στο σενάριο του «Valkyrie»).
Παραβλέποντας το γεγονός πως ο αυθεντικός Τζακ Ρίτσερ των βιβλίων είναι ένας μεγαλόσωμος (πάνω από 1.80 ύψος και πάνω από 100 κιλά), απειλητικός άντρας, ο Τομ Κρουζ πίστεψε πως θα μπορούσε να αντισταθμίσει την έλλειψη ύψους του ήρωά του προσδίδοντάς του χαρακτήρα. Και πριν προλάβετε να τον ειρωνευτείτε για τη «μεγάλη» ιδέα που έχει για τον εαυτό του, σας ενημερώνουμε πως το καταφέρνει.
Ο Τζακ Ρίτσερ του Τομ Κρουζ είναι όσο κυνικός αρμόζει σε έναν σύγχρονο εκδικητή, όσο βίαιος δεν θα περίμενε ποτέ κανείς από την εξωτερική του εμφάνιση, όσο μελαγχολικός τον κάνει να είναι η απέραντη μοναξιά του, όσο πληγωμένος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που έζησε όλη τη ζωή του ακολουθώντας οδηγίες ανωτέρων, όσο αθεράπευτα παλιομοδίτης του επιτρέπει η εποχή μέσα στην οποία ζει ως ένα φάντασμα από το παρελθόν που δεν ανήκει πουθενά, σε κανέναν και λογοδοτεί μόνο στον εαυτό του και σε μια δική του αυθαίρετη αν και συχνά συντηρητική ηθική.
Ο Κρίστοφερ ΜακΚουάρι (με προηγούμενα διαπιστευτήρια στη σκηνοθεσία το υποτιμημένο «The Way of the Gun» του 2000) σκηνοθετεί όλη την ίντριγκα, τη δράση και την αγωνία γύρω του, πνίγοντας μια φαινομενικά ασήμαντη αστυνομική ιστορία ενός δολοφόνου - ελεύθερου σκοπευτή στο πηχτό σκοτάδι ενός νεο-νουάρ. Πετυχαίνοντας όχι μόνο να «φωτίσει» τη μυθολογία ενός ήρωα χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον, αλλά και μια πλευρά του σύγχρονου κόσμου που κατοικείται από τη διαφθορά, το οργανωμένο έγκλημα και την αιώνια πάλη του καλού με το κακό.
Πατώντας πάνω σε συνεχείς αποκαλύψεις (ίσως περισσότερες από όσες χωράνε σε ένα δίωρο), μια καλοδουλεμένη σχέση ανάμεσα στον Τζακ Ρίτσερ και τη δικηγόρο που υποδύεται η Ρόζαμουντ Πάικ και μια υπόθεση που «ανοίγει» επικίνδυνα (μεταξύ μας και σε άχρηστο κινηματογραφικό χρόνο!) πάνω σε ομόκεντρους κύκλους, ο ΜακΚουάρι επιβεβαιώνει πως είναι ο μάστορας των ανατροπών (ποιος μπορεί να ξεχάσει το φινάλε του «Συνήθεις Υπόπτοι»;) και ακόμη περισσότερο και από αυτό ένας δημιουργός που ξέρει τι σημαίνει «κακός» στη γλώσσα του σινεμά.
Σε μια από τις σπάνιες εμφανίσεις του ως ηθοποιός στο σινεμά και ένα ευφυές κάστινγκ, ο Βέρνερ Χέρτζογκ δεν είναι απλά επιβλητικός, τρομακτικός (βοηθάει φυσικά και το γυάλινο μάτι που φοράει) και πειστικός ως ένας πρώην κατάδικος στη Σιβηρία και νυν αρχιμαφιόζος. Από τη στιγμή που εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ταινία, σχεδόν όλα τα υπόλοιπα σταματούν να σε ενδιαφέρουν και το μόνο που εύχεσαι είναι, εκτός από το να μην συναντήσεις ποτέ έναν τέτοιο άνθρωπο στο δρόμο σου, να μπορούσες να τον δεις λίγο περισσότερο.
Ο ΜακΚουάρι, όμως, ξέρει καλύτερα πώς σε μικρές αλλά σωστές δόσεις, ο Ζεκ του Χέρτζογκ (σε ευθεία αναλογία με τον Κάιζερ Σόζε του Κέβιν Σπέισι) είναι αρκετός για να δώσει στο φιλμ μια διάσταση αρχέγονου θρίλερ και να το σώσει από τα σεναριακά κομμάτια του που «στρογγυλεύουν» εκβιαστικά τις οξείες γωνίες της ιστορίας του, χωρίς ωστόσο να εξαφανίσει ή να αποδυναμώσει τον κεντρικό ήρωα της ταινίας που δεν είναι άλλος από τον Τζακ Ρίτσερ.
Παραδίδοντας τελικά ένα χορταστικό και αγωνιώδες αστυνομικό φιλμ που μπορεί να μην αποκτά ποτέ τις μυθολογικές διαστάσεις (και την αφορμή για την αφετηρία ενός franchise) που θα ήθελε διακαώς ο Τομ Κρουζ, αλλά που χαρίζει στον τελευταίο έναν από τους πιο σκοτεινούς ρόλους της καριέρας του, στον Χέρτζογκ ακόμη ένα μικρό κομμάτι για να γιγαντώσει το θρύλο του και στον θεατή ένα δίωρο που τουλάχιστον για όσο διαρκεί είναι αδύνατον να τον αφήσει αδιάφορο.