Η πρώτη stop motion ταινία του Γουές Αντερσον είχε ως βασικό ήρωα μια αλεπού και η δεύτερη την πιο αξιαγάπητη αγέλη σκύλων που είδαμε ποτέ στο σινεμά, σε ένα φιλμ που είναι τόσο γεμάτο από ομορφιά αλλά και σκληρότητα, υπέροχους χαρακτήρες, απολαυστικές λεπτομέρειες αλλά και πολιτικό μήνυμα. Η ιστορία του ξεκινά πίσω στην εποχή των σαμουράι με έναν πρόλογο που μιλά για το προαιώνιο μίσος της δυναστείας των Κομπαγιάσι για τους σκύλους, πριν μεταφερθεί είκοσι χρόνια στο μέλλον, στην πόλη του Μεγκασίτι, στην οποία μια επιδημία γρίπης των σκύλων έχει «αναγκάσει» τον δήμαρχο Κομπαγιάσι να εξορίσει όλα τα σκυλιά σε ένα γειτονικό νησί-σκουπιδότοπο.
Και είναι εκεί όπου ο μακρινός ανιψιός του, Ατάρι Κομπαγιάσι, θα προσγειωθεί ψάχνοντας τον αγαπημένο σκύλο-σωματοφύλακά του Βούλες, ο οποίος ήταν ο πρώτος που εκδιώχθηκε από την πόλη στο νησί. Με την βοήθεια μιας αγέλης σκυλιών που όλα ήταν κάποτε κατοικίδια εκτός από τον αδέσποτο Αρχηγό, θα διασχίσει το μήκος αυτού του τόπου εξορίας μέχρις ότου να ανακαλύψει τι συνέβη στον σκύλο του, σε ένα ταξίδι που είναι προφανώς κυριολεκτικό όσο και μεταφορικό, γεμάτο περιπέτεια και επίπεδα αυτογνωσίας.
Τοποθετημένο σε μια ρετροφουτουριστική Ιαπωνία για λόγους που έχουν να κάνουν μόνο με την αγάπη του Αντερσον και της ομάδας των συνεργατών του (οι Ρόμαν Κόπολα Τζέισον Συόρτσμαν και Κουνίτσι Νομούρα που έγραψαν μαζί του το σενάριο) για το γιαπωνέζικο σινεμά, από τον Κουροσάουα έως τον Μιγιαζάκι, τις φουτουριστικές ταινίες και φυσικά τα σκυλιά, το «Isle of Dogs» είναι ένα σκυλο-μεζεδάκι για τα μάτια, μια σειρά από υπέροχα ταμπλό βιβάν γεμάτα από τόσες πολλές λεπτομέρειες που σε κάνουν να αδημονείς για την στιγμή που θα το ξαναδείς, ή για εκείνη που θα το μελετήσεις προσεκτικά πατώντας ξανά και ξανά το pause.
Μα είναι η ιστορία του, γεμάτη αξιολάτρευτα ιδιαίτερους ήρωές και βασισμένη σε μια γνώριμη μα εντελώς απολαυστική διαδρομή φιλίας και θριάμβου του μικρού, του αδύνατου, του παραμελημένου που σε κάνει να ταυτιστείς και να αγαπήσεις το φιλμ ακόμη περισσότερο. Γιατί το «Isle of Dogs» ακόμη κι αν έχει ως πιο θετικούς από τους ανθρώπινους ήρωές του, τον 12χρον Ατάρι και μια Αμερικανίδα μαθήτρια ενός ιαπωνικού σχολείου δεν είναι προφανώς μια ταινία για παιδιά.
Πίσω από την εξιστόρηση αυτού του ταξιδιού προς την αμοιβαία εμπιστοσύνη, την βαθιά φιλία και την αγάπη, υπάρχει μια κάθε άλλο παρά κρυμμένη πολιτική παραβολή για τους κινδύνους της απόλυτης εξουσίας, τον φασισμό, την ρητορική της εθνικής καθαρότητας, την καταπίεση της διαφορετικότητας, ακόμη και το μεταναστευτικό.
Ομως ακόμη κι αν μιλά για τόσα πολλά και τόσα σοβαρά, ίσως η μόνη στιγμή που το φιλμ στραβοπατά είναι το ίσως λίγο πιο βιαστικό και «τακτοποιημένο» τέλος του, αφού στην διάρκειά του κατορθώνει με αριστοτεχνική λεπτότητα να ισορροπήσει την τρυφερότητα με μερικές αληθινά σκοτεινές, ακόμη και βίαιες σκηνές και να δώσει σχεδόν σε όλους τους χαρακτήρες του, σκύλων αλλά κι ανθρώπων την πολυπλοκότητα, τα επίπεδα, τα χαρακτηριστικά που θα τους κάνουν ξεχωριστούς.
Γεμάτο αξιομνημόνευτες στιγμές, δίχως να φοβάται τα συναισθήματα, το χιούμορ, την συγκίνηση αλλά και την θλίψη ή την μελαγχολία, το «Isle of Dogs» διερωτάται «whatever happened to man’s best friend?», αλλά στην ουσία δεν ρωτά τι συνέβη ή τι απέγιναν οι σκύλοι, μα τι στ΄ αλήθεια συνέβη στον σύγχρονο άνθρωπο. Κι όχι δεν χρειάζεται να κοιτάξεις στην Ιαπωνία του μέλλοντος για να βρεις την ερώτηση καίρια κι επείγουσα.