Τέλη δεκαετίας του 50, Βίλατζ, Νέα Υόρκη. Ο Λιούιν Ντέιβις είναι ένας ακόμα φολκ μουσικός των καφέ των παραδρόμων της πλατείας Ουάσινγκτον. Κάθε Κυριακή παίρνει την κιθάρα του και πεισματικά τραγουδά αυθεντική φολκ - μπαλάντες που έχουν ρίζες στο δέλτα του Μισισιπί και τα απαλάχια όρη. Η μεταπολεμική Αμερική δεν είναι ακόμα έτοιμη να κοιτάξει τόσο πίσω, ούτε τόσο μέσα της - προτιμά να κουνά τους γοφούς της σε ανέμελο rock 'n' roll ή σε ευκολοχώνευτη «Papa-Ooh-Mau Mau» ποπ. Το νέο ρεύμα της φολκ δεν έχει ακόμα γεννηθεί. Ούτε ο Φιλ Οουκς, ούτε οι Πίτερ, Πολ και Μέρι έχουν κάνει την εμφάνισή τους. Ο Μπομπ Ζίμερμαν δεν έχει πάρει ακόμα την κιθάρα του για να κάτσει σ' ένα από αυτά τα σκαμπό, στην μικρή σκηνή ενός από αυτά τα καφέ και να κάνει mainstream αυτή την ακουστική, κατανυκτική μουσική επανάσταση.
Βρισκόμαστε λίγο πριν το ξημέρωμα, σ' αυτό που μοιάζει σαν το πιο βαθύ, απελπιστικό σκοτάδι για τον Λιούιν Ντέιβις: άφησε πίσω του στο Νιου Τζέρσεϊ ό,τι απεχθανόταν - την εργατική του οικογένεια, έναν άξεστο πατέρα και το μεροκάματο στο λιμάνι για να κυνηγήσει το όνειρό του, να αποδείξει τι σπουδαίο κρύβει μέσα του, αλλά κατέληξε ένας άφραγκος τυχοδιωκτάκος που επιβιώνει από καναπέ σε καναπέ και παρακαλεί για προκαταβολές. Πόσο μπορεί να πιστέψει αυτό το σπουδαίο που κρύβει μέσα του; Γιατί «Inside Llewyn Davis» υπάρχει κάτι όντως σπουδαίο. Μουσική.
Οι αδελφοί Κοέν βασίζονται ελεύθερα στην αυτοβιογραφία του Ντέιβ Βαν Ρονκ «The Mayor of MacDougal Street» για να πλάσουν έναν φιξιόν χαρακτήρα, ο οποίος όμως διαθέτει αρκετά από τα διαβόητα στοιχεία του Βαν Ρονκ και του Ντίλαν - εγωπάθεια, αντικοινωνικότητα, σνομπ αλαζονεία και οργή απέναντι στον συμβιβασμένο κόσμο που δεν καταλαβαίνει, δαιμονισμένο ταλέντο, βαθιά, πραγματική, παθιασμένη, αστείρευτη αγάπη για την μουσική. Μία παλλόμενη, σπαραχτική αναγκαιότητα, σαν το νερό και το οξυγόνο, να εκφράζεις όσα δεν μπορείς διαφορετικά, με μια κιθάρα και τη φωνή σου.
Η επιλογή τους να περιγράψουν αυτό το σύμπαν, αυτή την Οδύσσεια του νυχτοκαματιάρη μουσικού ως μία τρυφερή, γλυκιά και θεόπικρη κωμωδία που φέρει το σήμα-κατατεθέν The Dude χιούμορ τους είναι ιδανική. Ο Λιούιν Ντέιβις είναι loser. Βρέχει ένα σύννεφο μονίμως πάνω από το κεφάλι του. Τα έχει κάνει όλα λάθος, έχει απογοητεύσει τους πάντες, κανείς δεν στηρίζεται πάνω του, κανείς δεν τον πιστεύει, κανείς δεν τον προωθεί κι εκείνος τριγυρνά σε ένα εσωτερικό και κυριολεκτικό ταξίδι δρόμου ως ένας απογοητευμένος, πικραμένος μαγκούφης. Ο ίδιος όμως πιστεύει στην μουσική, πιστεύει στο όνειρό του. Μάταια, επιπόλαια, συγκινητικά.
Καλογραμμένο στην λεπτομέρειά του σενάριο, άψογος, σφιχτός ρυθμός, αλάνθαστος κωμικός τόνος, υπέροχη ατμόσφαιρα, εξαιρετικές ερμηνείες. Ο πρωταγωνιστής Οσκαρ Αϊζακ ερμηνεύει στρέιτ την γκρινιάρικη περσόνα του - δουλεύοντας τις ισορροπίες, αποφεύγοντας τις μανιέρες και καταφέρνοντας να σε κερδίσει με την μελαγχολία, το πείσμα και την τραγικότητα της κωμωδίας του. Οι δευτεραγωνιστές είναι κλασική Κοεν απόλαυση: από τον αυτοσαρκαζόμενο clean cut ήρωα του Τζάστιν Τίμπερλεϊκ, στην ξινή, απελευθερωμένη, μεταφεμινίστρια της Κάρεϊ Μάλιγκαν και από την Dr. John καρικατούρα του Τζον Γκούντμαν, τον αλά Τζακ Κέρουακ σιωπηλό ποιητή του Γκάρετ Χέντλαντ (αυτό το τελευταίο μοιάζει με inside joke) μέχρι την Breakfast at Tiffany's κοκκινομάλλα γάτα, όλοι συνεισφέρουν στο να πλάσουν ένα τυπικό αναρχικό κοενικό κινηματογραφικό σύμπαν που το αναγνωρίζεις και σε κάνει να χαμογελάς.
Ομως οι Κοέν δεν έχουν κάνει μία τυπική ταινία τους. Αλλά κάτι ακόμα παραπάνω. Πίσω από το στιλ, το χιούμορ, την σκηνοθετική υπογραφή υπάρχει και κάτι ακόμα: μία ουσιαστική αγάπη για το θέμα, ένας σεβασμός για την εποχή, μία βαθιά υπόκλιση. Μπορεί ο εξαιρετικός T Bone Burnett (στην τέταρτη συνεργασία του με τους Κοέν, μετά τα «Ω Αδελφέ Που Είσαι», «Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι» και «The Ladykillers») να είναι υπεύθυνος για την παραγωγή, τις μουσικές επιλογές και ενορχηστρώσεις, αλλά το καθαρόαιμο συναίσθημα που κόβει την οθόνη και φτάνει στην καρέκλα σου, ξεκινά από τη σκηνοθετική καρέκλα.
Η πρώτη σκηνή είναι ενδεικτική. Οι Κοέν ξεκινούν την ταινία με όλους εμάς να καθόμαστε σ' ένα τραπεζάκι. Σ' ένα μικρό καφέ της Οδού Μπλίκερ. Ημιφωτισμένο, απέριττο, κατανυκτικό. Ο Λιούιν Ντέιβις, ένας τίποτας, είναι επί σκηνής και ερμηνεύει ολόκληρο το τραγούδι του. Με την κάμερα να τον παρακολουθεί μαγεμένη, το μοντάζ να τον χαϊδεύει προσεχτικά για να μην τον διακόψει, τη φωτογραφία να αποπνέει τις ενωμένες μας ανάσες και τον καπνό των τσιγάρων μας. Η ταινία ξεκινά με μια μικρή ακουστική συναυλία. Με μουσική. Αυτό που έχει γεμίσει τα σωθικά, τη σάρκα και τα όνειρα όσων την αγαπάμε τόσο πολύ.