Ο καθηγητής του Χάρβαρντ και ειδικός της σημειολογίας Ρόμπερτ Λάνγκτον ξυπνάει σε ένα ιταλικό νοσοκομείο με αμνησία, έχοντας τρομερούς πονοκεφάλους και βλέποντας φρικτά και ακαταλαβίστικα οράματα. Για να σώσει την ίδια του τη ζωή ενώνει τις δυνάμεις του με τη Σιένα Μπρουκς, μια γιατρό που ελπίζει να τον βοηθήσει να ανακτήσει τη μνήμη του. Μαζί ξεκινούν έναν αγώνα δρόμου διασχίζοντας την Ευρώπη, ενάντια στο χρόνο που απειλεί να φέρει στο φως μια θανάσιμη συνομωσία ικανή να οδηγήσει σε αφανισμό ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Οσοι έχουν διαβάσει έστω κι ένα από τα βιβλία του Νταν Μπράουν με πρωταγωνιστή τον σημειολόγο καθηγητή Ρόμπερτ Λάνγκτον, αμέσως καταλαβαίνουν, όσο και να κατακρίνουν ή όχι την γραφή του, ότι πρόκειται ίσως από τις ελάχιστες σειρές που θα μπορούσαν να μεταφερθούν με μεγάλη επιτυχία στην μεγάλη οθόνη. Εχουν μυστήριο, αγωνία, γρίφους, σύμβολα και αρκετή δόση περιπέτειας. Τίποτα δεν θα μπορούσε να πάει στραβά…
Κι όμως, ο Ρον Χάουαρντ, έχοντας ήδη προσπαθήσει και αποτύχει σχεδόν παταγωδώς άλλες δύο φορές, μεταφέροντας τον «Κώδικα Ντα Βίντσι» το 2006 ως κάτι βαρετό και ανέμπνευστο και τους «Πεφωτισμένους» το 2009 ως ίσως την χειρότερη ταινία της σειράς μέχρι σήμερα στην μεγάλη οθόνη, πιστεύει κανείς πως με το «Inferno» εφτά χρόνια μετά, δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι χειρότερο από την τελευταία κινηματογραφική μεταφορά των περιπετειών του Λάνγκτον. Ισως ο Χάουαρντ να πετυχαίνει ως ένα βαθμό να εξιλεωθεί από το κακούργημα που ακούει στο όνομα «Πεφωτισμένοι», αλλά αυτό δεν πάει να πει πως ακόμα κι εδώ έχει κάνει μια καλή περιπέτεια που θα κρατήσει σε αγωνία μέχρι το τέλος. Το αντίθετο μάλιστα.
Ακόμα και εδώ ο Χάουαρντ, για άλλη μια φορά σε συνεργασία με τον Ντέιβιντ Κεπ (τον σεναριογράφο των «Πεφωτισμένων») δεν καταφέρνει να πιάσει, ούτε στο ελάχιστο το σασπένς και την αγωνία των βιβλίων του Μπράουν. Προσπαθεί, μάταια, να δημιουργήσει μια αντάξια περιπέτεια των προσδοκιών των βιβλίων, κι ενώ τα βιβλία καταφέρνουν να είναι - όπως λένε «page turners», εδώ κάθε λεπτό που περνάει μοιάζει με ώρα.
Η ταινία ξεκινά με ενδιαφέρον, με αναφορές στο «Δεσμώτη του Ιλίγγου» του Αλφρεντ Χίτσκοκ και κάποια ηθικά διλλήματα όσο αφορά την τύχη και το μέλλον της ανθρωπότητας, ενώ στο πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας, ο Λάνγκτον, από την αρχή κιόλας, χάνει το μοναδικό του όπλο, την μνήμη του, κι έτσι δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει, σε ένα μεγάλο βαθμό, τις γνώσεις του. Όλα αυτά θα μπορούσαν να κάνουν ένα αξιόλογο θρίλερ αν δεν είχαν ξεχαστεί ήδη πριν καλά φτάσουμε στην μέση της ταινίας.
Σκηνή με τη σκηνή το «Inferno» αρχίζει να χάνει τον ρυθμό του, μέσα σε ένα κυκεώνα από φλάσμπακς και κακό CGI που φαίνεται να έχουν ξεπηδήσει από faux πίνακες του Ιερώνυμου Μπος, ενώ μέχρι το τέλος ακόμα και ο Ρον Χάουαρντ φαίνεται την αφήνει απλά έρμαιο των ακατάσχετων πλάνων της που μοιάζουν ακόμα πιο δυσανάγνωστα κι από τους γρίφους που προσπαθεί να λύσει ο Λάνγκτον. Ακόμα και στις πιο περιπετειώδης σκηνές δεν καταφέρνει, και φαίνεται πως δεν νοιάζεται εξάλλου πλέον, να προκαλέσει το κατάλληλο σασπένς και αγωνία. Χαρακτήρες, οι οποίοι μόνο τρέχουν από εδώ κι από εκεί μπαίνοντας με σκανδαλώδη ευκολία σε κλειστούς αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, ενώ μέσα σε όλα αυτά τους κυνηγούν μυστικές οργανώσεις, αστυνομία και ένας Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας που περισσότερο μοιάζει με FBI και κομάντος πάρα με ό,τι άλλο.
Δεν βοηθάει ούτε το σενάριο του Κεπ, τα οποίο μοιάζει να είναι πιο βαρετό ακόμα κι από αυτά που ακούει κάποιος τουρίστας από έναν ξεναγό σε κάποιο μουσείο. Ο Κεπ έχει μπει για άλλη μια φορά στον αυτόματο πιλότο γράφοντας ένα σενάριο χωρίς σπιρτάδα και έμπνευση και ρίχνοντας αποφθέγματα από λήμματα της Wikipedia πιστεύοντας πως έτσι θα μπορέσει να δημιουργήσει οργασμούς σε φανατικούς της σημειολογίας και των θεωριών συνομωσίας. Ακόμα και οι ανατροπές, που θα έπρεπε να σε ξαφνιάσουν ευχάριστα, εδώ φαίνονται πως έρχονται από μίλια μακριά. Δεν είναι όμως αυτό το μεγαλύτερο θέμα στο σενάριο του Κεπ. Αυτό που δεν καταφέρνει να κάνει, για άλλη μια φορά, είναι να αποδώσει ενδιαφέροντες πολυδιάστατους χαρακτήρες αλλά και αξιομνημόνευτες σχέσεις μεταξύ τους. Ακόμα και το ρομάντζο που υπάρχει δείχνει τόσο άχρωμο και αχρείαστο.
Μέσα σε όλα αυτά ο Τομ Χανκς προσπαθεί να δώσει την γοητεία του σε έναν από τους πιο βαρετούς χαρακτήρες που έχει παίξει ποτέ, μάταια όμως. Η Φελίσιτι Τζόουνς, ως μια νέα Οντρέ Τοτού από τον «Κώδικά Ντα Βίντσι», μοιάζει να μην καταφέρνει να κάνει κάτι παραπάνω από τα δέοντα και ο Ζόμπριστ (με αυτό το όνομα πως να μην γίνεις τρελός ψυχοπαθής δισεκατομμυριούχος μετά;) του Μπεν Φόστερ μοιάζει να είναι μια απίστευτη καρικατούρα. Ακόμα και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες είναι αρκετά χάρτινοι και μονοδιάστατα βαρετοί. Ισως ο Ιφραν Καν να προσπαθεί λίγο να ξεφύγει από όλο αυτό αλλά και πάλι δεν του δίνεται η δυνατότητα να δουλέψει με κάτι παραπάνω.
Αυτό όμως που είναι αξιοθαύμαστο σε όλο αυτό είναι η επιμονή. Η επιμονή ενός σκηνοθέτη να προσπαθεί εδώ και τόσα χρόνια να δημιουργήσει ένα κινηματογραφικό franchise, από μια σειρά βιβλίων απ' ό,τι φαίνεται τελικά νεκρό από την αρχή του κιόλας με τον «Κώδικα Ντα Βίντσι». Μπορεί να μην είναι η χειρότερη ταινία της κινηματογραφικής αυτής τριλογίας, αλλά δεν παύει να ανήκει κι αυτή, όπως και οι άλλες δυο, σε ένα από τα εννιά επίπεδα στης Κολάσεως του Δάντη.