Ενα οκτάχρονο αγόρι μεγαλώνει ολομόναχο, κρυμμένο στα ρολόγια, τους διαδρόμους και τα μυστικά πατάρια σιδηροδρομικού σταθμού του Μονπαρνάς στο Παρίσι. Ο πατέρας του, πριν πεθάνει, του είχε αφήσει ένα απίθανο εύρημα: ένα «αυτόματο», ένα πρωτόγονο ρομπότ, το οποίο μαζί είχαν αποφασίσει να κάνουν να ξαναδουλέψει. Ο Χιούγκο προσπαθεί ακόμα να το επισκευάσει, αλλά αντιμετωπίζει ένα σωρό δυσκολίες. Από τη μία, ο κακός σταθμάρχης τον καταδιώκει, μαζί με τον επιθετικό του σκύλο. Από την άλλη, ο ιδιοκτήτης του παιχνιδάδικου του σταθμού τον έχει βάλει στο μάτι. Ομως ο Χιούγκο θα βρει στην αναζήτησή του μία σύμμαχο, τη θαρραλέα Ιζαμπέλ και οι δυο τους προσπαθήσουν να εκπληρώσουν το όνειρο του Χιούγκο, να λειτουργήσει το ρομπότ, να ξανασυναντήσει στη σφαίρα της ανάμνησης τον μπαμπά του. Η διαδρομή τους θα τους φέρει αντιμέτωπους με κάθε είδους ανθρώπους και θα τους οδηγήσει σ’ έναν πολύ μελαγχολικό παραμυθά, έναν από τους πρώτους δημιουργούς του κινηματογράφου, τον Ζορζ Μελιές.
Το «Hugo» θεωρητικά κατατάσσεται στις παιδικές ταινίες, είναι όμως τόσα παραπάνω πράγματα από αυτό. Είναι, στην ουσία, η μία ταινία που συμπυκνώνει ολόκληρο το έργο του Μάρτιν Σκορσέζε, μια από τις ωραιότερες ταινίες της πρόσφατης ιστορίας.
Ολα τα κεντρικά νοήματα που απασχόλησαν τον Σκορσέζε στις μέχρι τώρα ταινίες του, όλοι οι ήρωες που τις κατοίκισαν, έχουν ένα κομμάτι τους στο «Hugo». Η περιπλάνηση σ’ ένα αστικό τοπίο, οι «μικροί άνθρωποι» που κρύβουν μεγάλες προθέσεις, η αναζήτηση μιας ανώτερης ιδέας, η απώλεια, το πατρικό πρότυπο, ο έρωτας, ο σκοτεινός ρομαντισμός, η μουσική, το χιούμορ, ο φόβος και η συγκίνηση είναι τα στοιχεία που συνθέτουν το «Hugo» και ταυτόχρονα ολόκληρη τη φιλμογραφία του σκηνοθέτη. Αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά θα δει φευγαλέα και τον Τζίμι Ντόιλ και τον Τζέικ ΛαΜότα και τον Χάουαρντ Χιουζ και τη μαμά του Σκορσέζε και τους ιταλοαμερικανούς γείτονές του. Κι ας βρισκόμαστε στο Παρίσι, στο μεσοπόλεμο, σ’ ένα παραμύθι του φανταστικού.
Ταυτόχρονα, το «Hugo» είναι ποτισμένο με την αγάπη του Σκορσέζε για το σινεμά, την παιδική, ενθουσιώδη ματιά του στην τέχνη του, που μένει φλογερή μετά από πενήντα ταινίες. Ο Σκορσέζε κοιτάζει το σινεμά με το ίδιο έκπληκτο, μαγεμένο βλέμμα με το οποίο ένα παιδί ανοίγει ένα τεράστιο πειρατικό μπαούλο: με δέος, απορία και ελπίδα κατάκτησης! Το «Hugo», γεμάτο αριστοτεχνικά δουλεμένες κινηματογραφικές αναφορές, είναι φτιαγμένο ώστε να αποδώσει την αίσθηση αυτής της σκανταλιάρικης μαγείας που παγιδεύει η παράδοξη τέχνη του σινεμά. Την αίσθηση του τρελού performer που θέλησε να αποτυπώσει την κίνηση, να την ακινητοποιήσει καρέ προς καρέ, να τη γεμίσει μεγαλειώδεις ιστορίες και να τη στείλει μέχρι το φεγγάρι. Οσο ο Σκορσέζε λατρεύει το παρελθόν του κινηματογράφου, τόσο το παρουσιάζει σαν κάτι ολοζώντανο, αποκαλυπτικό, πρωτοποριακό παρά τα χρόνια του.
Αλλά ο Σκορσέζε δε μένει στο παρελθόν και η απόδειξη είναι και πάλι το «Hugo»: στα εξήντα του, και προσπαθώντας ν’ αποδώσει τα πρώτα πρώτα πλάνα του σινεμά, πειραματίζεται με τη στερεοσκοπική εικόνα με τρόπο που υπερβαίνει οτιδήποτε έχει γίνει ως τώρα σ’ αυτό το είδος. Το 3D του Σκορσέζε έχει λόγο ύπαρξης, γιατί οι πολυσύνθετες, γεμάτες κρυμμένα μυστικά εικόνες του συνεχίζουν σ’ ένα βάθος πεδίου που ξεφεύγει από την οθόνη και φτάνει μέχρι την… πραγματικότητα!
Ταυτόχρονα, βέβαια, το «Hugo» υποστηρίζεται από ένα ιδανικό καστ. Ο Εϊζα Μπάτερφιλντ μαγνητίζει την προσοχή του θεατή που δεν ξεκολλά από τα καταγάλανα μελαγχολικά του μάτια. Ο Μπεν Κίνγκσλεϊ με μια πολυδιάστατη ερμηνεία, είναι ο παππούς που όλοι θα θέλαμε να είχαμε (και, ιστορικά, είχαμε!). Ο Σάσα Μπάρον Κόεν με τον τραγικωμικό του ρόλο απομακρύνεται χιλιόμετρα από τη γνωστή του εικόνα. Ο Τζουντ Λο στο ρόλο του πατέρα έχει την τέλεια, διακριτική ευαισθησία. Η Κλόι Γκρέις Μόρετς καταγράφεται στη λίστα με τα κοριτσάκια που ανυπομονούμε να μεγαλώσουν. Κι όλοι οι υποστηρικτικοί ηθοποιοί δημιουργούν ένα σύμπαν από υπέροχες ανθρώπινες φιγούρες που μ’ ένα μόνο πέρασμα της κάμερας καταλαβαίνεις πώς ζουν, ποιοι είναι και τι σκέφτονται.
Φυσικά ήταν ευτύχημα που ο Μάρτιν Σκορσέζε έπεσε πάνω στο εικονογραφημένο μυθιστόρημα του Μπράιαν Σέλζνικ, «The Invention of Hugo Cabret», που λες και γράφτηκε για να συναντήσει το σκηνοθέτη. Αλλά στα χέρια του Σκορσέζε η ιστορία ανεβαίνει επίπεδα, εικαστικά, αισθητικά και δραματουργικά.
Εάν το πρώτο, μάλλον ατυχές, τρέιλερ της ταινίας προετοίμαζε για μια καλόγουστη παιδική φαρσοκωμωδία, το «Hugo» διαψεύδει αυτές τις εντυπώσεις. Είναι πράγματι ευτύχημα για τα παιδιά ότι μπορούν να δουν αυτήν την ταινία όσο ακόμα διαμορφώνονται τα γούστα τους, αλλά το «Hugo» είναι εξίσου μια απόλυτα ενήλικη ταινία. Είναι μαζί κλασική, μοντέρνα, προσωπική και καθολική. Σκοτεινή, ατμοσφαιρική, σκληρή, σινεφιλική στο έπακρο, πνευματική, απίστευτα συγκινητική, επειδή θυμίζει ότι οι άνθρωποι χάνονται αλλά η εικόνα τους μένει για πάντα. Στη μνήμη, ή στην κινηματογραφική μνήμη που τόσο εύκολα γίνεται βίωμα.