H αινιγματική φιγούρα του κυρίου Oσκάρ ζει ταυτόχρονα περισσότερες από μία ζωές. Εγκληματίας, ζητιάνος, πατέρας, διευθυντής πολυεθνικής και τερατόμορφο πλάσμα συνυπάρχουν και αλληλοσυγκρούονται σε έναν άνθρωπο καθώς αυτός μέσα σε ένα 24ωρο διασχίζει το Παρίσι με μια λιμουζίνα που οδηγεί η πιστή του φίλη, Σελίν.
«Η ζωή είναι καλύτερη γιατί στη ζωή υπάρχει αγάπη. Ο θάνατος είναι καλός, αλλά εκεί δεν υπάρχει αγάπη.»
Υπάρχουν μερικές στιγμές - στο σινεμά όπως και στη ζωή - που το μόνο πράγμα που έχει σημασία είναι να συνεχίζεις. Να αγνοείς όλα όσα σου υπαγορεύουν να σταματήσεις να ζεις και κόντρα σε όλες τις προβλέψεις να συνεχίζεις να δημιουργείς, να αγαπάς, να νιώθεις, να υπάρχεις.
Κάποιοι θα το έλεγαν ένστικτο επιβίωσης. Αλλοι ανάγκη. Μερικοί πιο κυνικοί, ζωή.
Ο Λεός Καράξ το λέει απλά σινεμά.
Και ακυρώνοντας κάθε πρόβλεψη που τον ήθελε να βρίσκεται έτη φωτός μακριά από τον άνθρωπο που κάποτε έκανε το σινεμά να μοιάζει με μια κοσμική επανάσταση αψηφώντας κάθε παράπλευρη απώλεια, ο 52χρονος πλέον σκηνοθέτης επιστρέφει για να δώσει την οριστική απάντηση στο γιατί χρειάστηκε δεκατρία ολόκληρα χρόνια για να γυρίσει την μόλις πέμπτη του ταινία μεγάλου μήκους.
Προς διάψευση όσων είχαν πλέον πειστεί πως ο εγωισμός και η μεγαλομανία του χτυπήθηκαν στη ρίζα μετά την αποτυχία του «Pola X» και πως το πάλαι πότε σπουδαιότερο παιδί – θαύμα που γνώρισε το γαλλικό σινεμά στα 80s αποσύρθηκε γιατί τον νίκησε ο χρόνος και ο ίδιος του ο εαυτός, ο Καράξ μοιάζει να βρίσκεται πιο «εδώ» από ποτέ.
Το ίδιο μεγαλομανής, το ίδιο αναρχικός, το ίδιο αθεράπευτα ρομαντικός, το ίδιο cult, το ίδιο αστείος και τραγικός μαζί. Ενας εμπνευσμένος καλλιτέχνης που καίγεται ακόμη και σήμερα από την ίδια ζωτική ανάγκη του να κάνει σινεμά με κάθε όρο.
Δεν έχει καμία σημασία να προσπαθήσει να εξηγήσει κανείς τη διαδρομή του κεντρικού ήρωα του «Holy Motors» καθώς αυτός μπαινοβγαίνει, κατά τη διάρκεια ενός 24ώρου, μέσα στους ρόλους που μοιάζουν να του έχουν ανατεθεί από έναν κοσμικό σκηνοθέτη. Ούτε έχει νόημα να προσπαθήσει κανείς να αναλύσει το πόσο υπόγεια η φαινομενικά αυτή σουρεαλιστική εναλλαγή μεταμορφώσεων, κινηματογραφικών ειδών και συναισθημάτων σε αφήνει μουδιασμένο μπροστά σε ένα weird σινεμά - με όλη τη σημασία της έννοιας - κι όμως την ίδια στιγμή κρυστάλλινα διαυγές και αποκαλυπτικό.
Tίποτα δεν αρκετό για να περιγράψει μια ιλιγγιώδη κούρσα ανάμεσα σε μικρές ιστορίες που ξεκινούν από το ανέκδοτο, χάνονται στη σφαίρα του φανταστικού, αγγίζουν την κωμωδία, διαπερνούν την τραγωδία, επιστρέφουν νομοτελειακά στο σινεμά (του Καράξ και των «άλλων») και όλες μαζί καταλήγουν σε μια σπαρακτική αλληγορία για την πιο δύσκολη τέχνη απ’ όλες: αυτής της ίδιας της ζωής.
Το «Holy Motors» δεν είναι μόνο 100% σινεμά του Λεός Καράξ, αλλά είναι 100% ΣΙΝΕΜΑ.
Και μαζί η αποθέωση της τέχνης του ηθοποιού, είτε αυτό αφορά τους 11 ρόλους που ο συγκλονιστικός Ντενί Λαβάν υποδύεται με το αφοπλιστικό κωμικό timing ενός Τσάπλιν και την τραγικότητα ενός αξεπέραστου σαιξπηρικού μάστορα, είτε τη αξεπέραστη σκηνή ανθολογίας που σηκώνει λες με την πείρα μιας πραγματικά μεγάλης ηθοποιού η Κάιλι Μινόγκ και την γενναιοδωρία με την οποία η Εντίτ Σκομπ (του «Μάτια Δίχως Πρόσωπο» του Ζορζ Φρανζί) οδηγεί κυριολεκτικά ως άλλη αγία το «holy motor» της ταινίας.
Σαν ένα rollercoaster που τρέχει γρηγορότερα και απο τα καρέ του σινεμά, ο Καράξ διασχίζει, μέσα σε μια ώρα και πενήντα πέντε λεπτά, όλες τις εμμονές του: το θάνατο, τους πρωτεργάτες του βωβού κινηματογράφου, το μιούζικαλ, το σεξ, την επιστημονική φαντασία, τα green screen, το ροκ ν’ ρολ, τον Μπόρχες, το alter ego του στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή του, το Παρίσι του Περ Λασέζ και του εγκατελελειμμένου Samaritaine, τους «Εραστές της Γέφυρας», όλα τα πανέμορφα και αποκρουστικά πράγματα που αγάπησε με πάθος στη ζωή του και κρύβονταν πάντοτε πίσω από το ηθελημένα ατελές έργο του.
Και όλα αυτά που τελικά τον έκαναν – ευτυχώς για όλους μας – να συνεχίσει το έργο του από εκεί ακριβώς που το είχε σταματήσει με την πιο παράλογα λογική ταινία της καριέρας του.
Επιβεβαιώνοντας, με το κύρος ενός «σοφού» και την αυθάδεια ενός «παιδιού», πως για κάθε απουσία υπάρχει πάντοτε κάπου κρυμμένη μια δεύτερη ευκαιρία (ένας άλλος ρόλος;) και πως για κάθε ζωή που χάνουμε, κάπου υπάρχει μια ακόμη.
Και αν ακόμη χαθεί κι αυτή, θα έχουμε για πάντα το σινεμά!