Ο Αλαν Κλέι, ένας Αμερικανός επιχειρηματίας ταξιδεύει στη Σαουδική Αραβία για να πουλήσει την εφεύρεσή του - μια μορφή ολογραμματικής τηλεπικοινωνίας - στον πάμπλουτο τοπικό μονάρχη. Ο Βασιλιάς όμως δεν φαίνεται να έχει καμία διάθεση να εμφανιστεί στο άμεσο μέλλον, η ομάδα του Αλαν πασχίζει να εργαστεί μέσα σε μια τέντα που δεν έχει καν wi-fi και το λίπωμα στην πλάτη του έχει αρχίσει να μεγαλώνει επικίνδυνα...
Για λίγη ώρα μέσα στο «Ενα Ολόγραμμα για τον Βασιλιά» και μην απορήσετε αν βρείτε τον εαυτό σας να ζει την ίδια μέρα της... μαρμότας με τον Αλαν, ο οποίος θα βρεθεί στη Σαουδική Αραβία σαν μια τελευταία ευκαιρία να δώσει στη ζωή του κάποιο νόημα, χάνοντας ακόμη και αυτό που ήξερε σε μια σειρά από γεγονότα, συναντήσεις και επαφές που μοιάζουν βγαλμένες από μια... επιστημονική φαντασία ή από κάποιο καλοστημένο κόλπο φτιαγμένο για να οδηγήσει ακόμη και τον πιο υποψιασμένο τεχνοκράτη στην τρέλα.
Παγιδευμένος σε ένα τεχνητό οικοδόμημα όπου τίποτα δεν λειτουργεί σωστά - με σημαντικότερο το ίδιο του το σώμα - αυτός ο «εμποράκος» που μεταφέρει την αποτυχία του αμερικανικού ονείρου από τον Αρθουρ Μίλερ μέχρι ένα όργιο με λαθραίο αλκοόλ στη μέση της ερήμου δεν θα φλερτάρει μόνο με το τέλος του κόσμου όπως τον γνωρίζαμε αλλά και με το θανατό του, περπατώντας μαζί με τις αποτυχίες του στο κόκκινο χαλί μιας Γης της Επαγγελίας στην οποία ο Βασιλιάς που περιμένει δεν εμφανίζεται ποτέ, ο άνθρωπος που θα βοηθήσει την ομάδα του να αριστεύσει στην τόσο κρίσιμη παρουσίαση λείπει συνεχώς και εκτός από την έλλειψη wi-fi δεν δουλεύει ο κλιματισμός και το λίπωμα στην πλάτη του πρέπει να... σπάσει.
Βρισκόμαστε στο 2010. Η οικονομική κρίση σχεδιάζει από την αρχή τους χάρτες της επιχειρηματικότητας, η Μέση Ανατολή μοιάζει με τη στέπα πάνω στην οποία μπορεί να χτιστεί ο νέος επίγειος Παράδεισος και ο Αλαν Κλέι είναι ο θύτης/θύμα μιας στρατιάς απολυμένων που θα τον κυνηγούν πάντα ως άλλες ερινύες, μαζί με την ισοπεδωτική κριτική της πρώην γυναίκας του και τη δική του αίσθηση ότι είναι λίγος ως πατέρας, ως γιος, ως επιχειρηματίας, ως άνθρωπος του 21ου αιώνα.
Η διασκευή του ομώνυμου best-seller του Ντέιβ Εγκερς ήταν εκ των πραγμάτων φιλόδοξη, αν όχι κάτι το ακατόρθωτο. Υπαρξιακό στη βάση του, το ταξίδι του Αλαν Κλέι παίζει με τους κώδικες του σουρεαλισμού, της σάτιρας, μιας new age Οδύσσειας, κάτι από το «Περιμένοντας τον Γκοντό» και πολλά ακόμη που ο Τομ Τίκβερ αντιμετωπίζει τουλάχιστον για το πρώτο και καλύτερο μέρος της ταινίας ως έναν ωκεανό ιδεών που ο μόνος τρόπος που οφείλεις να συγκεράσεις είναι με συγκέντρωση, λιτότητα και κινηματογραφική αφαίρεση.
Τίποτα φυσικά δεν θα ήταν ίδιο αν στο κέντρο ενός παραλογισμού που απλώνεται ως η πιο διάφανη αλήθεια δεν βρισκόταν ο Τομ Χανκς στην επιτομή του ρόλου του μέσου ήρωα που παίζει πιο αριστουργηματικά από οποιονδήποτε. Από το περπάτημά του μέχρι την απορία του απέναντι σε ένα κόσμο που δεν μπορεί να αντιληφθεί, ο Χανκς προσθέτει στο οικοδόμημα του Τίκβερ τη σωστή διάσταση που θα έπρεπε να έχει από την αρχή: αυτή μιας ταινίας που οφείλει να λειτουργήσει πρωτίστως στο ασυνείδητο σαν μια πικρή κωμωδία για ό,τι ακατανόητο θα συνεχίσει να συμβαίνει στο συνειδητό.
Ακόμη και στο δεύτερο μέρος, όταν ο Τίκβερ αφήνει κατά μέρος την κωμωδία και ενδίδει σε μια εκβιαστική αύρα μαγικού ρεαλισμού, ο Τομ Χανκς δεν χάνει το βηματισμό του μέσα σε μια ταινία που τελικά – παρά το φορτωμένο περιτύλιγμά της – δεν θέλει να μιλήσει για τίποτα περισσότερο από τις δεύτερες ευκαιρίες και το χρόνο που αναλογεί σε όλους μας για να αφήσουμε πίσω τα λάθη και να ζήσουμε μια καινούρια ζωή από την αρχή.
Ο Τομ Τίκβερ είναι ειλικρινής και μοιάζει να πιστεύει – σχεδόν περισσότερο και από τον ήρωά του – πως κάπου στο τέλος αυτής της βασανιστικής διαδρομής της ανθρωπότητας κρύβεται μια καλύτερη ζωή για όλους. Είναι ταυτόχρονα και ένας δημιουργός ικανός ώστε να αποφεύγει (στο παραλίγο) τους όποιους λανθασμένους συνειρμούς με την πραγματικότητα των τζιχαντιστών, αν και σε στιγμές παραμένει πεισματικά αμήχανος απέναντι σε μια κουλτούρα που τον προσπερνά.
Μακριά από το αχρείαστο μπέρδεμα του «Cloud Atlas» και πιο κοντά στην ευθεία γραμμή της φιλμογραφίας ενός πάντα ανήσυχου δημιουργού που (δυστυχώς) δεν επιβεβαίωσε καμία υπόσχεση απ’ όσες είχε δώσει στην αρχή της καριέρας του, ο Τίκβερ «στρογγυλεύει» την υπαρξιακή υφή του υλικού του, επαφίεται (καλώς) στον Τομ Χανκς για να πάρει το θεατή από το χέρι και αποφεύγει άτολμα τις πιο δύσκολες στιγμές μιας ιστορίας μεγαλύτερης από αυτήν που αφηγείται, παραδίδοντας τελικά μια όχι και τόσο πολυδιάστατη ιστορία για το σήμερα ενός κόσμου που αλλάζει πιο γρήγορα απ’ όσο προλαβαίνεις να συνέλθεις από το τζετ λαγκ σε μια χώρα που απαγορεύεται το αλκοόλ.