Οταν κυκλοφόρησε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1993 η ταινία του Κένι Ορτέγκα «Hocus Pocus: Οι Τρεις Μάγισσες», πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Κι αυτό όχι επειδή ήταν μια κακή ταινία, απεναντίας ήταν ένα ανώδυνο και σε στιγμές διασκεδαστικό Disney family friendly παραμύθι, αλλά δυστυχώς το κοινό φαίνεται πως δεν ήταν έτοιμο να υποδεχθεί με ανοιχτές αγκάλες τις αδερφές Σάντερσον.
Tο περίεργο σε αυτή την ιστορία είναι ότι μπορεί το ξόρκι των αδερφών Σάντερσον να μην έπιασε αρχικά, αλλά σιγά σιγά η ταινία άρχισε να μαγεύει ολοένα και περισσότερο κόσμο, αποκτώντας με το πέρασμα του χρόνου φανατικούς οπαδούς οι οποίοι έβλεπαν την ταινία κάθε Χάλογουιν, ως μια μορφή ιεροτελεστίας χαρίζοντάς της το cult status που, δικαιωματικά, αξίζει. Και αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από την Disney όπου, και μετά από πιέσεις των φανς, αποφάσισε να ανάψει ξανά το Κερί της Μαύρης Φλόγας και να αφήσει τις αδερφές Σάντερσον να προκαλέσουν για άλλη μια φορά το χάος.
Αυτή τη φορά έχουν περάσει 29 χρόνια από τότε που κάποιος άναψε το κερί της Μαύρης Φλόγας (την πρώτη φορά χρειάστηκαν 300 χρόνια, οπότε το λες και μια βελτίωση) και ανέστησε τις μάγισσες του 17ου αιώνα, όπου αναζητούσαν εκδίκηση. Τώρα εναπόκειται σε τρεις μαθήτριες γυμνασίου να σταματήσουν τις λυσσαλέες αδερφές από το να προκαλέσουν ένα νέο όλεθρο στο Σάλεμ πριν ξημερώσει το Χάλογουιν.
Η Αν Φλέτσερ, η οποία αναλαμβάνει την σκηνοθεσία από τον Ορτέγκα αυτή την φορά, προσπαθεί από την αρχή να χρησιμοποιήσει τη μαγεία του κόσμου αυτού για να εξερευνήσει θέματα όπως την πατριαρχία, την ταυτότητα και την συμπερίληψη. Και μεταφέροντας μας στο Σάλεμ του 17ο αιώνα, για να αφηγηθεί την origin ιστορία των τριών αδερφών, η Φλέτσερ δεν αφήνει την ευκαιρία για να δείξει το πως η πατριαρχία χρησιμοποιούσε τη κατηγορία της μαγείας ως όπλο για να έχει υπό έλεγχο τις γυναίκες που ήθελαν την ανεξαρτησία τους.
Ενα θέμα το οποίο προσπαθεί να μεταφέρει και αργότερα στο σήμερα, με κάπως μεικτά αποτελέσματα. Αν και υπάρχουν αναφορές πάνω σε αυτό το θέμα, η Φλέτσερ τα αφήνει να περάσουν σχεδόν απαρατήρητα για χάρη μιας πιο ανάλαφρης περιπέτειας. Και δεν είναι αυτό απαραίτητα κακό, εξάλλου όσοι θα δούνε την ταινία και μάλιστα όταν κάτι τέτοιο έχει την υπογραφή της Disney, δεν περιμένουν κάτι παραπάνω.
Φυσικά η Φλέτσερ όμως δεν ξεχνά και τα συστατικά που έκαναν την πρώτη ταινία να αγαπηθεί τόσο πολύ. Το ένα από αυτά πρόκειται για το τρίο των πρωταγωνιστών του, τις απειλητικές με καρτουνίστικο περιτύλιγμα αδερφές Σάντερσον, με τη Μπέτ Μίντλερ, την Κάθι Νατζίμι και την Σάρα Τζέσικα Πάρκερ να ξαναμπαίνουν στους ρόλους τους με απίστευτη άνεση. Αυτή την φορά τα φώτα πέφτουν περισσότερο πάνω στη Μίντλερ, και ίσως δικαιωματικά, η οποία με την υπερβολική ντίβα περσόνα της έχει και τις πιο αστείες ατάκες, αλλά και μια αρκετά στιβαρή ερμηνεία με τον μονόλογό της στο μεγάλο φινάλε της ταινίας. Είναι μια αρκετά αποτελεσματικά όμορφή σκηνή που συνοψίζει το θεματικό μήνυμα της ταινίας σχετικά με τη σημασία της αδελφοσύνης και της οικογένειας, τα οποία αντέχουν για πάντα στον χρόνο, ανεξαρτήτως μαγείας.
Το δεύτερο στοιχείο είναι το camp το οποίο, για άλλη μια φορά, ξεχειλίζει καθ’ όλη την διάρκειά της ταινίας, με τα μουσικά νούμερα των αδερφών Σάντερσον να είναι κι εδώ το σήμα κατατεθέν. Από το αρχικό «The Bitch is Back» του Ελτον Τζον (αντικαθιστώντας το bitch με το witch) μέχρι και το «One Way or Another» των Blondie, η ταινία ξέρει πώς να δώσει ρυθμό ακόμη κι όταν η «μαγεία» της δεν μοιάζει ικανή να κρατήσει την Μαύρη Φλόγα αναμμένη για πολλή ώρα. Και αυτό γιατί, αν και η Φλέτσερ προσπαθεί να δώσει μια δυναμική στο σενάριο της Τζεν Ντ’ Αντζελο, η έλλειψη κάποιου πραγματικού κινδύνου και το πως όλα λύνονται «δια μαγείας» (pun intended) ως μια απλή παρεξήγηση, δεν δίνει στην ταινία την δύναμη να φτάσει εκεί που θέλει. Ακόμα και τα εφέ αρκετές φορές μοιάζουν κατώτερα των περιστάσεων (δείτε απλά τις σκηνές που οι αδερφές πετάνε πάνω από το Σάλεμ και θα καταλάβετε), κάτι που κάνει το ξόρκι πολλές φορές να ξεθωριάζει.
Το «Hocus Pocus 2» έχει τις στιγμές του και διασκεδάζει, ως ένα σημείο, κυρίως λόγω των πρωταγωνιστριών του. Χτυπά πάνω στη νοσταλγία της πρώτης ταινίας, αλλά ποτέ δεν καταφέρνει να γίνει κάτι παραπάνω από αυτό. Και μάλλον, ο χρόνος θα δείξει για το πόσο πολύ θα αγαπηθεί από το κοινό και εάν θα χρειαστούν άλλα 30 χρόνια, ή λιγότερα αυτή την φορά, για να ανάψει ξανά η Μαύρη Φλόγα.