H άγνωστη στους περισσότερους ιστορία μιας ελίτ ομάδας Αφρο-Αμερικανών γυναικών μαθηματικών της NASA, της Κάθριν Τζόνσον, της Ντόροθι Βον και της Μέρι Τζάκσον, οι οποίες βοήθησαν την Αμερική να κερδίσει τους αντιπάλους της στη Σοβιετική Ενωση, στον αγώνα των διαστημικών αποστολών, δίνοντας παράλληλα μάχη για τα ίσα δικαιώματα των γυναικών.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς γιατί το φιλμ του Τίοντορ Μέλφι στάθηκε πέρσι μια από τις μεγαλύτερες (και απρόσμενες) επιτυχίες στο αμερικανικό box office παρά την απουσία υπολογίσιμων ονομάτων μπροστά και πίσω από τις κάμερες. Η ιστορία των τριών Αφρο-Αμερικανίδων γυναικών μαθηματικών που παρά τα αναμφίβολα ταλέντα και την υψηλή ευφυΐα τους χρειάστηκε να παλέψουν με κάθε τρόπο για να κατακτήσουν τα αυτονόητα, σε μια εποχή και έναν χώρο όπου οι γυναίκες έτσι κι αλλιώς κρατούσαν στην καλύτερη περίπτωση βοηθητικό ρόλο – πόσο μάλλον αν το δέρμα τους είχε σκούρο χρώμα, δεν αποκαλύπτει μονάχα μια σχετικά άγνωστη αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πτυχή στην ιστορία της NASA και του πυρετώδους ανταγωνισμού των υπερδυνάμεων στον τομέα των διαστημικών προγραμμάτων. Αλλά και μια υποδειγματική ιστορία πάνω στην ανισότητα και τις διακρίσεις λόγω φύλου και φυλής, που έπρεπε πραγματικά να ειπωθεί.
Φυσικά, δεν είναι αυτός ο πραγματικός λόγος της επιτυχίας της ταινίας, αλλά ο προσεκτικά υπολογισμένος τρόπος με τον οποίο έχουν γίνει όλα: οι «Αφανείς Ηρωίδες» είναι ένα φιλμ φτιαγμένο εξαρχής με τη φιλοδοξία ενός crowdpleaser, ενός success story αουτσάιντερ χαρακτήρων, προορισμένο να διαφωτίσει αλλά να μην ενοχλήσει. Ετσι, ακόμα και οι πιο άβολες, αμήχανες και ντροπιαστικές στιγμές των ηρωίδων, όταν για παράδειγμα το πρώτο πράγμα που δέχεται ο χαρακτήρας της Τάράτζι Π. Χένσον στη νέα της θέση είναι ένα καλάθι σκουπιδιών για να το αδειάσει ή όταν αναγκάζεται να διανύσει ολόκληρα χιλιόμετρα κάθε μέρα μόνο και μόνο για να επισκεφθεί την τουαλέτα για το έγχρωμο προσωπικό, απεικονίζονται με ανάλαφρη διάθεση και σκέρτσο που μάλλον δεν συμβαδίζει με την πραγματική συναισθηματική τους κατάσταση.
Με τους πολυπληθείς χαρακτήρες τους, την ολοζώντανη αναπαράσταση των ’60s και τη γοητευτικά vintage διάθεσή τους, οι «Αφανείς Ηρωίδες» μοιάζουν λίγο με ένα «Mad Men» μεταφερμένο από τον χώρο της διαφήμισης σε εκείνον τη επιστήμης και από τη μικρή στη μεγάλη οθόνη. Και εκεί ακριβώς πάσχει το φιλμ και το σενάριο των Μέλφι και Αλισον Σρέντερ: στο γεγονός ότι δεν έχουν τον χρόνο να αναπτύξουν ικανοποιητικά και με φυσικό, οργανικό τρόπο τις κοσμοϊστορικές αλλαγές για τις οποίες, σχεδόν άθελά τους, υπήρξαν υπεύθυνες οι τρεις ηρωίδες. Ολα γίνονται πολύ γρήγορα, πολύ εύκολα και ανώδυνα. Και κυρίως με έναν τρόπο αφύσικα συνειδητό, σαν οι χαρακτήρες να γνωρίζουν κάθε φορά την ιστορική σημασία των όσων κάνουν, τη στιγμή που τα κάνουν, κάτι που αφαιρεί αυτομάτως πόντους από την πειστικότητα της ταινίας, πράγμα μάλλον οξύμωρο όταν μιλάμε για μια αληθινή ιστορία.
Με τον ίδιο τρόπο, η προσωπική ζωή των τριών ηρωίδων αντιμετωπίζεται επιδερμικά, σαν μια υποσημείωση που πρέπει απλά να αναφερθεί διεκπεραιωτικά – ακόμα ένα σημείο όπου ίσως το τηλεοπτικό φορμά να ευνοούσε την περαιτέρω ανάπτυξη των χαρακτήρων.
Παρά τις αισθητές αυτές αδυναμίες, είναι δύσκολο να κακιώσει κανείς σε μια ταινία που τουλάχιστον επέλεξε να πει αυτή την ιστορία, και μάλιστα χωρίς μελοδραματικές κορώνες και με μια τριάδα χαρισματικών πρωταγωνιστριών (ισότιμων σε μεγάλο βαθμό, παρά την πριμοδότηση στα Οσκαρ της Οκτάβια Σπένσερ, σε σχέση με τις Ταράτζι Π. Χένσον και Τζανέλ Μονέ), οι οποίες σηκώνουν στους ώμους τους το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ, δίνοντας με τον δυναμισμό τους επιπλέον βαρύτητα σε αυτή την ιστορία γυναικείας χειραφέτησης.
Κι αν το τίμημα για φτάσει στα αυτιά και τα μάτια όσο το δυνατόν περισσότερων θεατών είναι η απαίτηση να κυλά σαν νεράκι και να τους αφήνει με ένα χαμόγελο στα χείλη – κάτι που πετυχαίνει και με το παραπάνω, τότε μάλλον είναι μικρό το κακό.