Η Λόρι Αντερσον είναι μια καλλιτέχνης που, παρότι sui generis, ανέκαθεν ήξερε τι έκανε, ποια ήταν και τι ήθελε κι αν δεν το ήξερε, το αναζητούσε απροκάλυπτα. Γι’ αυτό και σήμερα, γεμάτη ζωή, γνώση και ώριμη απλότητα, μπορεί να απλώσει σε 70 λεπτά (σχεδόν όσα και τα χρόνια της), ένα ψηφιδωτό αταίριαστων στοιχείων και να τα συνδέσει σε ένα προσωπικό, ευαίσθητο, επίκαιρο, ανθρώπινο ντοκιμαντέρ, με χιούμορ, συγκινητικές στιγμές και σκέψεις που σ’ αγγίζουν εκεί όπου χρειάζεται.
Αφορμή είναι η Λόλαμπελ, το αγαπημένο της τεριέ που πέθανε πρόσφατα αλλά που, στη ζωή του, αντιμετώπισε τα πάντα με περιέργεια κι ενδιαφέρον και δε φοβήθηκε να δοκιμάσει, από ανοιχτές βόλτες στη φύση μέχρι τη ζωγραφική και το πιάνο! Με τη Λόλαμπελ στο επίκεντρο, η Λόρι Αντερσον μαζεύει home movies, πρόχειρα βίντεο που έχει τραβήξει, animation, φωτογραφίες, κείμενο, τραγούδια και μουσικές και τη δική της γραφή κι αφήγηση.
Το ύφος της είναι τρελούτσικο σαν την ίδια, συνειδητά απλό κι επιμελημένα αυθόρμητο – αυτό κάνει προσιτό τις φιλοσοφικές σκέψεις που εκφράζει η ταινία, τις παρατηρήσεις για το δικό μας κόσμο, για τη ζωή αλλά και, κυρίως, για το θάνατο. Για τις γειτονιές των ανθρώπων και τον τρόμο της τρομοκρατίας, για τη γοητεία της δοκιμής κοσμοθεωριών και συναισθημάτων. Ημερολογιακό στο χαρακτήρα του, με την έννοια ότι ξετυλίγεται ως γραμμένες προσωπικές σκέψεις και παρατηρήσεις, το φιλμ είναι γεμάτο εκπλήξεις και χιούμορ – κάνει τις πιο ουσιαστικές, βαθιές θεωρίες να μοιάζουν αυτονόητες και οικείες.
Οπωσδήποτε μελαγχολικό, μια και καταπιάνεται πάνω απ’ όλα με την ιδέα της θνητότητας, το φιλμ της Λόρι Αντερσον καταφέρνει να μεταφέρει όλο το κέφι της δημιουργίας χωρίς φραγμούς και κανόνες. Είναι γλυκό και τρυφερό σαν τη Λόλαμπελ, ευαίσθητο, διαβασμένο και τολμηρό σαν την Αντερσον. Και, πάνω απ’ όλα, ελεύθερο, αλλά με μια ελευθερία που έχει προέλθει από χρόνια καλλιτεχνικής πειθαρχίας και άσκησης, που έχει κερδηθεί, γι’ αυτό δε χρειάζεται να επιβάλλεται, μόνο προτείνει. Αν η άσκησή της στην απώλεια της Λόλαμπελ είναι μόνο ένας παραλληλισμός για την απώλεια της άλλης μεγάλης αγάπης της, του Λου Ριντ, με την ίδια λογική της ψυχραιμίας και του υπαινιγμού, τη δική του υπενθύμιση την αφήνει μόνο για ένα τραγούδι, χωρίς credit, στο τέλος.
Κι εκεί που νομίζεις ότι παρακολουθείς ένα πείραμα μιας εκκεντρικής δημιουργού, καταλαβαίνεις ότι η ταινία της διαπερνά και καθησυχάζει: για το ότι υπάρχουν πολλές απαντήσεις για όλα και για το ότι υπάρχουν και τώρα καλλιτέχνες που ξεκινούν απ’ τα βαθειά και τα φέρνουν στην επιφάνεια με χάρη.