Από τη στιγμή που θα ξυπνήσει (όχι ότι κοιμάται και καλά - πετάγεται συνεχώς στον ύπνο της από εφιάλτες), η Πάνσι είναι οργισμένη. Μία πιο προσεκτική ματιά και αντικαθιστάς της λέξη: φοβισμένη. Μικροβιοφοβική και υποχόνδρια, καθαρίζει συνεχώς το σπίτι, δεν θέλει φυτά, δεν ακουμπάει με γυμνά χέρια τα λουλούδια, απαιτεί τα παράθυρα που οδηγούν στην αυλή (στην οποία δεν βγαίνει ποτέ) να είναι κλειστά. Διαφορετικά, μπορεί να μπει κάποιο περιστέρι ή αυτή η κόκκινη αλεπού που τρυπώνει καμιά φορά στον κήπο τους. Αγοραφοβική, δε θέλει ούτε ο Μόουζις, ο 22χρονος μελαγχολικός, άνεργος γιος της να βγαίνει τις μοναχικές του βόλτες - τα μαύρα αγόρια τα σταματούν οι αστυνομικοί και τα ρίχνουν φυλακή για το τίποτα.

Τις σπάνιες φορές που κι η ίδια τολμάει να ξεμυτίσει από τους τέσσερις τοίχους της, προσβάλει, τσακώνεται, επιτίθεται στους πάντες - στην ταμεία του σούπερ μάρκετ, στις πωλήτριες, στην οδοντίατρό της. Οχι ότι είναι ήρεμη μέσα στο σπίτι: ο υδραυλικός άντρας της, Κάρτλεϊ, έχει παραιτηθεί, δεν της αντιμιλάει πια, έχει συρρικνωθεί σε ένα σιωπηλό, θλιμμένο ανθρωπάκι. Η μόνη που προσπαθεί ακόμα να την πλησιάσει είναι η Σαντέλ, η μικρότερη αδελφή της που ζει τη ζωή της αντίθετα: με τις δυο ενήλικες κόρες της γελούν και πειράζονται και χορεύουν. Στο κομμωτήριό της ακούει με συμπόνοια και χιούμορ τα προβλήματα κάθε πελάτισσας. Με την αδελφή της όμως σκοτεινιάζει κι αυτή - προσπαθεί να ρίξει τα τείχη, να διαπεράσει τις εμμονές και να της πει μερικές πικρές αλήθειες. Μία από αυτές είναι ότι δεν μπορεί να αγνοεί την επέτειο θανάτου της μητέρας τους. Πρέπει να πάνε στον τάφο. Είναι κι η Γιορτή της Μητέρας, μετά μπορούν να φάνε όλες οι οικογένειες μαζί. Μόνο που κάτι που μοιάζει εορταστικό, συντροφικό, οικογενειακό για την Πάνσι είναι η σκανδάλη που θα πυροδοτήσει το τραύμα.

Ο αγαπημένος ανθρωπιστής και κοινωνικός ανατόμος Μάικ Λι, έχοντας κάνει δύο ταινίες εποχής («Mr. Turner», «Peterloo»), επιστρέφει στο σύγχρονο Λονδίνο για να αποτυπώσει αυτό που ξέρει πολύ καλά: την προβληματική, δυσλειτουργική συμβίωση του ανθρώπου, την αδυναμία του να επικοινωνήσει την ανάγκη, τη χαρά τον πόνο, την τρομαχτική μοναξιά του στο αστικό περιβάλλον.

Είναι μάλιστα αποφασισμένος να μάς φέρει αντιμέτωπους με μία ηρωίδα που μοιάζει το ακριβές αντίθετο της «Happy-Go-Lucky» Πόπι - της ηλιόλουστα αισιόδοξης κοπέλας, που είχε φωτίσει τις οθόνες και τις καρδιές μας, σχεδόν 2 δεκαετίες πριν. Γράφει και σκηνοθετεί την Πάνσι σαν το θηλυκό αντίστοιχο του δασκάλου οδήγησης (αν θυμάστε την σεκάνς), που με κάθε ανάσα του ξέβραζε οργή και μίσος και απανθρωπιά.

Τριάντα χρόνια μετά την πρώτη τους συνεργασία στο «Αλήθειες και Ψέματα» (1996), ενώνει και πάλι δυνάμεις με την Μαριάν Ζαν-Μπατίστ, μία ηθοποιό οπλοπολυβόλο - στιβαρή, καθηλωτική, τολμηρή, ορμά στο ρόλο χωρίς φρένα. Για 75 λεπτά μάς μαστιγώνει ανελέητα με τις φωνές της Πάνσι, τα άγρια βλέμματά της, την απαξίωση, τον σαρκασμό και την απέχθεια για τα πάντα. Ο Λι της έχει γράψει μονολόγους χωρίς στοπ, χωρίς φραγμό κι ο ίδιος.

Κι ίσως εκεί ξεκινά το πρόβλημα. Η υπερβολή ως μέσο αφήγησης, για να επιτύχει καρδιά και στόχο, πρέπει να έχει μία κρυφή, αλλά σαφέστατα οργανωμένη ραχοκοκκαλιά. Κάποια στιγμή το σενάριο πρέπει να αιφνιδιάσει το θεατή με μία ανατροπή, να εξηγήσει τα κίνητρα, να προσφέρει μία πονεμένη, αλλά αναγκαία λύτρωση. Οι ήρωες να μετακινηθούν, να εξελιχθούν. Διαφορετικά έχεις απλώς μία ενοχλητική κακοφωνία να φτύνει στην οθόνη μηνύματα που φλερτάρουν με το κλισέ. Χρειάζονται παύσεις για να ακουστεί το ηχηρό. Αν είναι συνεχώς στα κόκκινα, το αγνοείς.

Ο Λι αργεί πολύ. Κι όταν τελικά αλλάζει τους τόνους, δεν έχεις πειστεί και ιδιαίτερα για τη ρίζα του τραύματος της Πάνσι. Το ελλειπτικό σενάριο υποψιάζει μόνο για τις προθέσεις, υπονοεί τις εξελίξεις, αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα - γιατί έτσι είναι η ζωή. Οπως και σκηνοθετικά ο Λι έχει την εντύπωση ότι προσφέρει ικανές αντιθέσεις στην τονικότητα, ενώ δεν είναι έτσι. Χρησιμοποιεί τους δεύτερους ρόλους ως παλάντζα στην υστερία, κρατώντας τους στο σιγαστήρα της έκπληξης, του μουδιάσματος ή της κατάθλιψης. Ομως η Πάνσι είναι σαρωτική. Η Ζαν-Μπατίστ τους σκεπάζει όλους με ένα τσουνάμι θεατράλε, φωναχτής υπερβολής και τους εξαφανίζει.

Στο τέλος, ενώ έχεις πολλές αλήθειες να ακούσεις από τον πάντα κοφτερό στις παρατηρήσεις του -αλλά πάντα τρυφερό στις προθέσεις του- Βρετανό μάστερ (για τις συνέπειες των lockdown, για τα σπίτια στα λονδρέζικα προάστια που μοιάζουν με αυτοσκοπό επιτυχίας, για τους ανθρώπους που δεν έχουν ζητήσει ποτέ ψυχιατρική βοήθεια για τα τραύματά τους και τα μεταφέρουν στην επόμενη γενιά με έναν άκοπο ομφάλιο λώρο) κλείνεις τα αυτιά σου.

Σου έχει μείνει μόνο η πίκρα.