Από τη μία πλευρά, η ταινία επικεντρώνεται σε μια σχέση πατέρα – γιου. Ο μετρημένος και λογικός Μαμπλ προσπαθεί όχι μόνο να προστατεύσει, αλλά και να κερδίσει την αγάπη του γιου του, του μικρούτσικου Ερικ που δεν μπορεί να χορέψει και που μαγεύεται από άλλους πιγκουίνους, πιο θεαματικούς και διασκεδαστικούς από τον μπαμπά του.
Η ιστορία είναι τρυφερή και πραγματικά συγκινητική: δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω από τον χνουδωτό, κοντούλη Ερικ με την αξιολάτρευτη φωνή για να κολλήσεις τα μάτια σου στην οθόνη.
Από την άλλη πλευρά, η ταινία είναι «οικολογική», πράγμα που μοιάζει εντελώς καταχρηστικό, σα να μπήκε στο σενάριο αναγκαστικά, ενώ όλοι ήθελαν ν’ ασχοληθούν με σημαντικότερα θέματα όπως είναι η αγάπη, η διαφορετικότητα, η πρωτοβουλία, η δυνατότητα να ξεφύγεις από την αγέλη και η ασφάλεια που αυτή σε κάνει να νιώθεις.
Οπως και στο πρώτο «Happy Feet», η εικόνα είναι φαντασμαγορική, εμπνευσμένη και η μουσική ξεσηκωτική: περισσότερες διασκευές από πρωτότυπα τραγούδια, αλλά σε δυναμικές εκτελέσεις και με υπέροχα πιγκουινοχορευτικά νούμερα. Ο,τι η ταινία χάνει ως σίκουελ (έχουμε ξαναδεί τους πιγκουίνους να τραγουδούν και να χορεύουν en masse), το κερδίζει με τη στιβαρότητα ενός ακριβού, εντυπωσιακού, mainstream animation, αλλά κυρίως με με την τρυφερότητα του σχεδίου και της ιστορίας της στην οποία πρέπει πραγματικά να είσαι πολύ κυνικός για ν’ αντισταθείς.