Ο Ντος κατά την διάρκεια της μάχης Οκινάουα, μίας από τις πιο αιματηρές του Β’ παγκοσμίου πολέμου, έσωσε πάνω από 75 άντρες χωρίς να ανοίξει πυρ ή έστω να φέρει όπλο. Ήταν ο μόνος Αμερικανός στρατιώτης του Β παγκοσμίου πολέμου που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των μαχών και πρόσφερε τα μέγιστα χωρίς να φέρει οπλικό εξοπλισμό αφού είχε την πεποίθηση ότι ακόμα και ο πόλεμος δεν δικαιολογεί τους σκοτωμούς. Πρόσφερε ιατρικές υπηρεσίες στον στρατό μεταφέροντας τους τραυματισμένους από τις γραμμές του εχθρού ενώ βρέθηκε πολλές φορές αντιμέτωπος με πυρά και τραυματίστηκε σοβαρά από χειροβομβίδα.
Είναι πολύ εύκολο να απορρίψει κανείς με την πρώτη τον «Αντιρρησία Συνείδησης» κολλώντας του τον χαρακτηρισμό «αμερικανιά». Η ταινία και έχει την καλογυαλισμένη όψη ενός χολιγουντιανού έπους και υπογραμμίζει με κάθε ευκαιρία τις ηθικές αξίες του πρωταγωνιστή της και χαιρετάει την πίστη στο αμερικανικό έθνος, όπως και το καθήκον του κάθε πολίτη να υπερασπιστεί την πατρίδα του. Ταυτόχρονα, όμως, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός την αδικεί αμέσως καθώς ακαριαία ισοπεδώνει όλα της τα προτερήματα, προτιμώντας να παραμείνει μόνο στην επιφάνεια. Γιατί απλά ο «Αντιρρησίας Συνείδησης» είναι μια ταινία φτιαγμένη με τους κανόνες του παλιού Χόλιγουντ και, ακόμα κι αν ο πατριωτισμός της μπορεί κατά στιγμές να γίνεται κόκκινο πανί για τον μέσο ευρωπαίο θεατή, δύσκολα μπορεί να αγνοήσει κανείς την μαεστρία με την οποία είναι από την αρχή φτιαγμένη καθώς και το πόσο αποτελεσματική είναι στην άντληση του συναισθήματος από τον θεατή.
Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνά κανείς το σκηνοθετικό παρελθόν του Μελ Γκίμπσον. Ο Γκίμπσον είναι ένας σκηνοθέτης που αγαπά την τραχύτητα, που κινηματογραφεί την ίδια την ενέργεια, που πολλές φορές γκρεμίζεται κάτω από τις υπέρμετρες φιλοδοξίες του. Ο Μελ Γκίμπσον μπορεί να είναι ο σκηνοθέτης του «Apocalypto» αλλά είναι και ο σκηνοθέτης του «Braveheart», ένας δημιουργός που αγκαλιάζει τη βία στην εικονογραφία του και που στόχο έχει να κάνει τον θεατή του μέρος της δράσης και να τον βυθίσει στο επίκεντρο μιας συναισθηματικής δίνης, είτε αυτή αφορά την αγωνία και την συγκίνηση είτε, αντιθέτως, φλερτάρει με την αηδία και την αποστροφή.
Ο «Αντιρρησίας Συνείδησης» έρχεται δέκα χρόνια μετά το «Apocalypto» και δώδεκα μετά τα «Πάθη του Χριστού», μόνο που εδώ η φρίκη της ιστορίας δεν αφορά το παρελθόν της κεντρικής Αμερικής ή το σκοτεινό κομμάτι της «πιο σημαντικής ιστορίας που ειπώθηκε ποτέ» αλλά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την ιστορία του πρώτου αντιρρησία συνείδησης στην ιστορία της Αμερικής που τιμήθηκε με το μετάλλιο της τιμής για την σωτηρία πάνω από 75 αντρών κατά την διάρκεια της μάχης της Οκινάουα, μίας από τις πιο αιματηρές του Β’ παγκοσμίου πολέμου, χωρίς να ανοίξει πυρ ή έστω να φέρει όπλο.
Το πρώτο μισό της ταινίας, ακολουθεί τις δυσκολίες που συνάντησε ο Ντος στην προσπάθειά του να παραμείνει σταθερός στις αρχές του (για εκείνον, ο θάνατος στον πόλεμο ήταν εξίσου φόνος και υποστήριζε πως το σώμα του αντιδρά στο όπλο σαν να ήταν αλλεργικό απέναντί του) σε συνάρτηση με τους γονείς του, την αρραβωνιαστικιά του και στην συνέχεια με τους συφάνταρούς του. Το δεύτερο μισό αντιθέτως είναι εκείνο που βουτά στην κόλαση του πολέμου, που δανείζεται στοιχεία από την «Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν» και που θυμίζει σε όλους τι εστί ο παλιός, καλός σκηνοθέτης Μελ Γκίμπσον.
Γιατί ο Γκίμπσον δε χάνει ποτέ τον προσανατολισμό του μέσα στην φασαρία του πολέμου, ούτε σταματάει στιγμή να δίνει σημασία στην τοπογραφία της μάχης. Κάθε στιγμή, είναι απόλυτα κατανοητό το τι γίνεται, είναι απόλυτα σαφές σε ποιο σημείο κινούνται οι αντίπαλες στρατιωτικές δυνάμεις, είναι εμφανές ποιος προχωρά και ποιος οπισθοδρομεί. Η αφήγηση της μάχης έχει ροή, έχει αρχή, μέση και τέλος και οι ακρωτηριασμένοι στρατιώτες ή τα φλεγόμενα πτώματα δεν είναι απλά παράγοντες του σοκ αλλά οργανικά στοιχεία της εξιστόρησης. Στον «Αντιρρησία Συνείδησης» ο Μελ Γκίμπσον βρίσκεται στα καλύτερά του, σπρώχνει την ένταση στα άκρα και διατηρεί την προσοχή του κοινού μέχρι το τέλος όχι κάνοντας φτηνά κόλπα εντυπωσιασμού, απλά λέγοντας με τον ιδανικό τρόπο την ιστορία του, προσφέροντάς της μια επική διάσταση και αναγνωρίζοντας χωρίς υποκρισία την σκοτεινή πλευρά της.
Δύο στοιχεία αποδεικνύονται ιδιαίτερα καθοριστικά για την επιτυχία του εγχειρήματος. Από την μία πλευρά, ο Αντριου Γκάρφιλντ αποδεικνύει για άλλη μια φορά πόσο ικανός είναι στην δημιουργία συμπαθητικών προσωπικοτήτων στο σινεμά. Το χαμόγελο του Ντος και η γενικότερη ευγενή του αύρα προσφέρουν μερικά πολυπόθητα διαλλείματα στις καταιγιστικές σκηνές του πολέμου, ακόμα και όταν γύρω τα πάντα φλέγονται σαν να βρισκόμαστε σε μια επίγεια κόλαση. Επιπλέον, η έμφαση στην εξερεύνηση του χαρακτήρα του και η συνεχής αναζήτηση της «σωτηρίας» και της «επιβίωσης» προσφέρουν έναν ηθικό κορμό που ξεπερνά τον υπέρμετρο (κατά στιγμές) πατριωτισμό και το γεγονός ότι, ουσιαστικά, οι Ιάπωνες αποτελούν έναν απλό απρόσωπο κακό στην αφήγηση.
Το δεύτερο στοιχείο που κάνει την διαφορά είναι το ίδιο το προσωπικό όραμα του Γκίμπσον. Ο «Αντιρρησίας συνείδησης» μπορεί να μοιάζει με «αμερικανιά» είναι όμως φτιαγμένος έξω από τον μηχανισμό του Χολιγουντ (οι Χιούγκο Γουίβινγκ, Τερέσα Πάλμερ και Σαμ Γουόρθινγκτον είναι μόνο λίγοι από τους άπειρους Αυστραλούς συντελεστές του καστ) με βάση μόνο το τι έχει στο μυαλό του ο Γκίμπσον ως απαραίτητο για την αποτύπωση της ιστορίας στο πανί. Η ταινία είναι ένα παθιασμένο, προσωπικό όραμα ενός σκηνοθέτη που ξέρει να παίζει στη μεγάλη κατηγορία ακόμα και αν η κατηγορία αυτή τον έχει κατατάξει στους ανεπιθύμητους. Για αυτό και η ταινία είναι δείγμα ενός καλογυαλισμένου σινεμά που σέβεται τον θεατή και κάνει συνεχώς την καρδιά να χτυπάει δυνατά. Φυσικά και ο «Αντιρρησίας Συνείδησης» δεν είναι τέλειος. Εξάλλου, πέρα από τον χαρακτήρα του Ντος, οι υπόλοιποι ήρωες είναι μάλλον σχηματικά ανεπτυγμένοι και το πρώτο μισό της ιστορίας φλερτάρει επικίνδυνα με το μελόδραμα. Σαν σύνολο όμως η αφήγηση είναι εντυπωσιακά ειλικρινής και αυτό συγχωρεί στην ταινία σχεδόν τα πάντα.