Βασισμένος σε ένα διήγημα του 16ου αιώνα, γραμμένο από την πρώιμη φεμινίστρια Μαντάμ Λα Φαγιέτ, ο Μπερτράν Ταβερνιέ χτίζει μια ιστορία γύρω από τη νεαρή, πανέμορφη Μαρί ντε Μεζιέρ, η οποία, ενώ είναι ερωτευμένη με τον ξάδερφό της, τον πάντα ατμοσφαιρικό Γκασπάρ Ουλιέλ, υποχρεώνεται από τον πατέρα της να δεχτεί ένα γάμο συμφέροντος με τον Φιλίπ ντε Μονπενσιέ που δεν έχει αντικρύσει ποτέ. Οταν ο άντρας της φύγει για να πάρει μέρος στους θρησκευτικούς πολέμους Καθολικών και Προτεσταντών, τη Μαρί θ’ αναλάβει ο αρκετά μεγαλύτερός της ευγενής Κόμης Σαμπάν (Λαμπέρ Γουιλσόν), ο οποίος θα της μεταφέρει την απέχθειά του για τον πόλεμο και θα τη μυήσει στα σεξουαλικά παιχνίδια και τις ίντριγκες της αυλής.
Παρότι η ταινία είναι μια κλασική, βαριά, ακαδημαϊκή αναπαράσταση του γαλλικού παρελθόντος, ο Ταβερνιέ καταφέρνει να πλάσει – για όποιον έχει τη διάθεση αν προσπαθήσει λίγο – μια αλληγορία, έναν παραλληλισμό μεταξύ του ιστορικού πεδίου μάχης και της εμπόλεμης κατάστασης που μπορεί να εξελίσσεται σε μια προσωπική σχέση.
Ταυτόχρονα, το φιλμ κάνει μια σχηματική, μεν, αλλά και αποτελεσματική αναφορά στην υποχρέωση της υποταγής, είτε πρόκειται για τη γυναίκα στον άντρα, την κόρη στον πατέρα, ή τη ζωή στο εχθρικό ξίφος. Παρότι, λόγω και της εποχής, ο διάλογος είναι πομπώδης και δύσκαμπτος, η κάμερα του Ταβερνιέ είναι, αντίθετα, ευέλικτη και γρήγορη και στο σύνολό της η ταινία καταφέρνει να διαπεράσει τη σκόνη και να αγγίξει σύγχρονα ένστικτα. Σα να καταφέρνει ο Ταβερνιέ, χωρίς την εμπάθεια του θεατή, να κάνει ενέσεις πάθους στον ακαδημαϊσμό του.
Παρότι η Μελανί Τιερί (με την οποία ο Ταβερνιέ δείχνει να είναι ερωτευμένος), είναι πανέμορφη με τον αναγεννησιακό τρόπο, δεν έχει το εκτόπισμα που δικαιολογεί τον μοιραίο χαρακτήρα της ηρωίδας της. Αντίθετα, την παράσταση κλέβει ο Λαμπέρ Γουιλσόν, ο οποίος, μαζί και με το πρόσφατο «Μεταξύ Θεών και Ανθρώπων», παίρνει, στα 53 του χρόνια πια, το προφίλ του αληθινά καλού ηθοποιού.