Μια νεαρή κοπέλα, η Βάλερι ζει μαζί με την οικογένεια της στο μικρό χωριό του Ντάγκερχορν. Ερωτευμένη με τον φτωχό ξυλοκόπο Πίτερ, θα προσπαθήσει να το σκάσει μαζί του για να γλιτώσει το γάμο που κανονίζουν οι γονείς της με έναν πλούσιο σιδηρουργό, αλλά τα σχέδια του νεαρού ζευγαριού θα σταματήσει η εμφάνιση του λυκανθρώπου που τρομοκρατεί το χωριό.
Αν η Κάθριν Χάρντγουικ δεν έχει απολύσει τον ατζέντη της μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, τότε είναι άξια της μοίρας της. Γιατί πως αλλιώς να δικαιολογήσει κανείς το γεγονός πως, μετά την απομάκρυνση της απο το franchise του «Twilight» (παρά το γεγονός πως το ξεκίνησε η ίδια και παρόλη την τεράστια επιτυχία της πρώτης ταινίας), επιστρέφει με ένα εφηβικό ρομαντικό δράμα εποχής που σχεδόν ξεδιάντροπα υπηρετεί την τάση του Χόλιγουντ για ακόμη περισσότερες εφηβικές ονειρώξεις πακεταρισμένες στη μορφή ενός παραμυθιού;
To δάσος του Ορεγκον μεταφέρεται σε ένα μεσαιωνικό χωριό ονόματι Ντάγκερχορν, η έφηβη Mπέλα που γοητεύεται από τον hipster βρικόλακα ονομάζεται εδώ Βάλερι και λιώνει για τα μάτια του γυμνασμένου ξυλοκόπου και οι απέθαντοι που πρέπει να ζήσουν μαζί με τους θνητούς αλλάζουν απλώς μορφή για να γίνουν λυκάνθρωποι. Οσο και αν Χάρντγουικ επιμένει πως «αυτή είναι η ιστορία της Κοκκινοσκουφίτσας που δεν μάθαμε ποτέ», αγνοεί το γεγονός πως ένα κορίτσι που φοράει μια κόκκινη κάπα δεν αρκεί για να ανασυνθέσει ένα από τα διασημότερα παραμύθια όλων των εποχών. Οπως, φυσικά, δεν αρκεί να διαθέτεις ψηφιακά δάση και CGI λυκανθρώπους για να μεταφέρεις τον θεατή σε μια φανταστική πραγματικότητα.
Ισορροπώντας αδέξια ανάμεσα στο ρομαντικό δράμα, την σαπουνόπερα, το θρίλερ και την...κωμωδία, η Χάρντγουικ καταφέρνει να υποβιβάσει τελικά ένα από τα πιο φρουδικά παραμύθια όλων των εποχών σε ένα ατελέσφορο αστυνομικό θρίλερ, την ίδια στιγμή που η ταυτότητα του λυκανθρώπου είναι προφανής σχεδόν από την αρχή της ταινίας. Ακόμη, όμως, κι αυτό, το κάνει χωρίς ρυθμό, χωρίς πραγματική αγωνία και με μια αίσθηση του κιτς (ο τεράστιος μεταλλικός ελέφαντας που μεταφέρει ο Γκάρι Ολντμαν μοιάζει να ανήκει σε ταινία των Μόντι Πάιθον) που υπό άλλες συνθήκες θα έσωζε την ταινία, αλλά με το πέπλο της σοβαροφάνειας που υπερκαλύπτει τη δράση οδηγεί μόνο σε ισχνά χαμόγελα.
Αν αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο η πάλαι πότε δυναμική σκηνοθέτις του «Δεκατριών» (2003) θέλησε να ξορκίσει την κατάρα του «Twilight», μάλλον υπήρξε αφελής. Το μόνο που κατάφερε ήταν να χρεωθεί μια εμπορική και καλλιτεχνική αποτυχία που την αφήνει να περπατά μόνη στο δάσος της βιομηχανίας, ακόμη και όταν ο λύκος είναι εδώ.