Δώδεκα χρόνια μετά την εμφάνιση του Τζέισον Μπορν στο κινηματογραφικό στερέωμα, ένας εντελώς καινούργιος ήρωας γεννιέται, ένας ακόμα πιο «εξελιγμένος» πράκτορας της CIA, του οποίου η ζωή ή ο θάνατος εξαρτάται από τα γεγονότα των τριών πρώτων ταινιών. Ενα νέο κεφάλαιο ανοίγει πλέον, καθώς γνωρίζουμε έναν κατάσκοπο που έχει εκπαιδευτεί από το ίδιο πρόγραμμα όπως ο Μπορν κι επομένως είναι ένας εξίσου αποτελεσματικός εκτελεστής, αλλά και μια πολυσχιδής προσωπικότητα, όχι και τόσο εύκολα χειραγωγίσιμη, ιδίως όταν διατάζεται η εξόντωσή του…
Αυτό που έκανε τον χαρακτήρα και τις ταινίες του Τζέισον Μπορν αξιοπρόσεκτες ακόμη κια πριν ο Πολ Γκρίνγκρας προσθέσει στο μείγμα την τόσο χαρακτηριστική «αλήθεια» της κινηματογραφικής του υπογραφής, ήταν το ότι περισσότερο από ένας τυχαίος cool υπερήρωας, ο Μπορν ερχόταν με τις αποσκευές του γεμάτες προβλήματα και ενδιαφέρουσες υπαρξιακές αγωνίες.
Εδώ με τον Μπορν αγνοούμενο το φιλμ αναγκάζεται να δοκιμάσει να διασώσει ένα πετυχημένο franchise με το εύρημα ενός προγράμματος των μυστικών υπηρεσιών, του οποίου οι καρποί δεν εξαντλούνταν στον Μπορν, αλλά σε μια σειρά από υπερπράκτορες ανά τον πλανήτη.
Εναν από αυτούς ανακαλύπτουμε να κολυμπά στα παγωμένα νερά της Αλάσκα (σε ένα χαριτωμένο κλείσιμο του ματιού στην πρώτη ταινία) και στο εισαγωγικό κομμάτι του φιλμ, θα συναντήσουμε μερικούς ακόμη, πριν οι αδίστακτοι χαρτογιακάδες των σκοτεινών γραφείων στα πίσω δωμάτια των μυστικών υπηρεσιών θα αποφασίσουν να «κλείσουν το πρόγραμμα», πράγμα που σημαίνει να τους δολοφονήσουν όλους.
Ο Aαρον Κρος τον οποίο υποδύεται με αποφασισμένο βλέμμα και τεντωμένους μύες, αλλά χωρίς ιδιαίτερο βάθος ο Τζέρεμι Ρένερ, θα επιβιώσει και θα δοκιμάσει να βρει ποιος και γιατί θέλει να τον σκοτώσει. Και κυρίως να επιβιώσει, με την βοήθεια μιας επιστήμονα που βοήθησε στην δημιουργία του και η οποία βρίσκεται πλέον επίσης κυνηγημένη.
Θα ακολουθήσουν μια σειρά από καταδιώξεις και ανταλλαγές πυροβολισμών, ταξίδια από την Αλάσκα ως τη Μανίλα, πολλές κουβέντες ανάμεσα σε τσαντισμένους άντρες με κοστούμια σε υποφωτισμένα γραφεία και μερικές αναφορές στον Τζέισον Μπορν, ακόμη και μια φωτογραφία του Ματ Ντέιμον για να μην ξεχνάμε ποια είναι η ταινία που βλέπουμε.
Αυτό που λείπει όμως, είναι η αίσθηση πως αυτό που παρακολουθούμε δεν είναι μια ακόμη τυπική action movie, μια ταύτιση με την υπαρξιακή αγωνία του ήρωα, μια δόση πόνου στις μάχες σώμα με σώμα, η αναζήτηση των απαντήσεων σε μια σειρά από ερωτηματικά που δεν είναι εκεί, απλά για τυπικούς λόγους.
Κι αν ο Τόνι Γκιλρόι κατορθώνει να χτίσει μερικές εντυπωσιακές σεκάνς δράσης και δοκιμάζει να εισάγει στο σενάριο μια δόση από την «πολιτική» ματιά που είχαν οι προηγούμενες ταινίες, σχεδόν όλα μοιάζουν διεκπαιρεωτικά και λιγάκι άνευρα, ακόμη κι όταν είναι τεχνικά άψογα και εξαιρετικά «χορογραφημένα», όπως το τελικό κυνηγητό στις στέγες και τους δρόμους της Μανίλα, που όμως είναι τόσο υπερβολικά έντονο και μακρύ που σχεδόν σε εξουθενώνει.
Με ένα φινάλε που μοιάζει μάλλον βεβιασμένο και γεμάτο από τόσα πολλά ανοιχτά μέτωπα ώστε να απαιτεί συνέχεια, το franchise του Μπορν προφανώς θα συνεχιστεί στο διηνεκές. Μόνο που θα πρέπει από το επόμενο κι όλας φιλμ να αποκτήσει ένα καινούριο όνομα. Γιατί πολύ απλά πρόκειται για μια διαφορετική σειρά ταινιών...