Ενας εργένης σεφ και μία κυνική επιδημιολόγος ερωτεύονται την στιγμή που μία σπάνια πανδημία χτυπάει τον πλανήτη και οι άνθρωποι χάνουν σταδιακά την οσμή, τη γεύση, την ακοή, την όραση τους. Αν όμως ένας καταστροφικός ιός πλήττει τις αισθήσεις, κάνει το ίδιο και στα αισθήματα;
Η επανασύνδεση του Ντέιβιντ Μακένζι με τον πρωταγωνιστή του Γιούαν ΜακΓκρέγκορ («Ο Νεαρός Αδάμ») είναι ένα απελπισμένο ερωτικό ρομάντζο με φόντο μία μετα-αποκαλυπτική Γλασκώβη. Η επιδερμίδα της ταινίας εκδηλώνει συμπτώματα sci-fi θρίλερ (οι συναισθηματικές εκρήξεις οργής, λύπης, τρόμου του ανθρώπινου πλήθους όταν τους χτυπάει ο ιός κινηματογραφούνται με έντονο εικαστικό στιλιζάρισμα και επιθετικό ρυθμό στο μοντάζ), όμως στόχος αυτής της φιλμικής επιδημίας είναι τα ζωτικά όργανα του θεατή: πρώτα το μυαλό και μετέπειτα η καρδιά του.
Οι βιβλικοί συμβολισμοί στην εικόνα, το λυρικό voice over, ο τρόπος που ο Μακένζι περνάει τις επικές διαστάσεις της επιδημίας υπόκωφα, κρατώντας ως κύριο άξονα την προσωπική ιστορία των ηρώων, ξυπνά τα φιλοσοφικά ερωτήματα που θέλει να μας συντροφεύουν σε κάθε στάδιο των εξελίξεων στην οθόνη. Τι μας κάνει ανθρώπους; Δίχως ποια αίσθηση μας μπορούμε να συμβιβαστούμε; Τι θα γινόταν αν τις χάναμε όλες; Η ζωή συνεχίζεται;
Και σ' αυτό το τελευταίο ερώτημα ξυπνά η καρδιά. Πότε συνεχίζουμε να ζούμε και πότε απλά αναπνέουμε; Ο άνθρωπος μπορεί να προσαρμοστεί χάνοντας ένα κομμάτι από τη σάρκα του, παραλύοντας, αποχαιρετώντας μία μία τις αισθήσεις του. Είναι κατά βάση ζώον μίας φύσης που του δίνει εφόδια, του ακονίζει άλλα ταλέντα, για να επιβιώσει. Οταν όμως χάσει ένα κομμάτι της καρδιάς του, όταν πληγωθεί ανεπανόρθωτα, όταν πολύ κυνικά πιστέψει ότι ελέγχει το συναίσθημά του και το αποχαιρετήσει, τότε νομίζει ότι η ζωή συνεχίζεται. Στην ουσία όμως απλά ξυπνά την επόμενη μέρα. Και την επόμενη. Και την επόμενη.
Μέσα από μία στυλιστικά παγερή και υπόγεια απειλητική ταινία, με πρωταγωνιστές τους σήμα-κατατεθέν «αμαρτωλούς» ήρωες των ταινιών του Μακένζι (εκείνος είναι ένας μοναχικός κυνηγός περιστασιακών one night stands, εκείνη μία αλαζονική ντίβα που απορρίπτει εύκολα τους άντρες), ο σκηνοθέτης για πρώτη ίσως φορά εκδηλώνει αισιοδοξία, επιτρέπει στις καρδιές μας να χτυπήσουν και στο μυαλό να ελπίσει. Στην ουσία μιλάει για το μουδιασμένο σήμερα και όχι για το φουτουριστικό αύριο: οι άνθρωποι τρέμουμε στην ιδέα μίας κρίσης που θα αλλάξει τις ζωές μας, θα μας στερήσει όσα συνηθίσαμε, θα μας κάνει αυτόματα δυστυχείς. Ενώ όσα μας κάνουν ουσιαστικά ευτυχισμένους είναι μία αγκαλιά μακριά.
Δυστυχώς όμως, ένα τόσο δυνατό φιλοσοφικό και συναισθηματικό μήνυμα θα ήθελε και μία κορύφωση στην οθόνη που δεν της επιτρέπεται ποτέ. Η ταινία δεν στερείται έντασης, κάθε άλλο. Ο Μακένζι τρέχει την κάμερα, κόβει έξυπνα, τολμά με τον ήχο, κινηματογραφεί τους ηθοποιούς του στα κόκκινα. Κάτι όμως φρενάρει την τελική απογείωση. Δεν υπάρχει αυτή η μαγική στιγμή που αναγάγει μία καλή ταινία σε μία σπουδαία ταινία.
Ή, τουλάχιστον, αυτή την αίσθηση αποκομίσαμε...