O Τζο Μπέιλορ ξεκινά τη βάρδιά του στα 911 επείγοντα τηλεφωνήματα της αστυνομίας της Καλιφόρνια - το καλοκαίρι που μαίνονται και οι ανεξέλεγκτες δασικές πυρκαγιές. Δεν είναι αυτή η δουλειά του. Κανονικά, θα έπρεπε να είναι έξω, στη δράση. Αύριο είναι η δίκη του. Μία δημοσιογράφος έχει βρει το κινητό του, τον παρενοχλεί για μια δήλωση. Ο Τζο δουλεύει στα τηλέφωνα γιατί είναι τιμωρημένος και υπό περιορισμό. Τι έχει κάνει; Είναι ένοχος; Θα τον υπερασπιστεί ο συνεργάτης του; Θυμάται τι πρέπει να πει; Τα τηλέφωνα χτυπούν. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμωρία – να χάνει το χρόνο του πίσω από ένα γραφείο απαντώντας σε μεθυσμένους κι ανόητους. Μέχρι που στην άλλη άκρη της γραμμής ακούει την πνιγμένη, τρομοκρατημένη φωνή της Εμιλι. Του μιλάει με κώδικα, σαν να έχει καλέσει τη μικρή της κόρη, ενώ στην πραγματικότητα εκπέμπει SOS. Ο πρώην άντρας της βγήκε από τη φυλακή, κι μετά από ένα βίαιο επεισόδιο με τα παιδιά, την απήγαγε. Ο Τζο βρίσκεται στο ακουστικό κι η Εμιλι σ' ένα λευκό βαν που τρέχει προς άγνωστη κατεύθυνση και προς το θάνατό της.
Το 2018, ο Δανός Γκούσταβ Μέλερ, στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, κατέθεσε ένα μικρό αριστούργημα. Ενα masterclass στο χτίσιμο του κινηματογραφικού σασπένς με ένα εύρημα κι απλά, γερά δομικά υλικά: η ιδέα ήθελε την κάμερα να μη βγαίνει ποτέ από τα γραφεία της Αμεσου Δράσης. Ενας άνθρωπος, ένα δωμάτιο, ένα τηλέφωνο. Μια «ταινία δωματίου». Με αυτοπεποίθηση στη σκηνοθεσία, και χωρίς περιττά κόλπα, ο Μέλερ είχε εμπιστευθεί το (αριστοτεχνικό) σενάριό του και τον υπέροχο ηθοποιό του. Ο Γιάκομπ Σέντεργκρεν παρέδωσε μαθήματα του πώς χτίζεις μία ερμηνεία, με υπομονή κι αυτοσυγκράτηση, ώστε η ένταση να μοιάζει νατουραλιστική, αβίαστη κι απλή. Μάς είχε στην άκρη της καρέκλας μας. Να καθόμαστε στο τηλεφωνικό κέντρο δίπλα του.
Μετά την διεθνή πορεία και επιτυχία της ταινίας, το Χόλιγουντ ζήλεψε. Ο Αντουάν Φουκουά ανέλαβε την αμερικανικό remake, κι ο Τζέικ Τζίλενχαλ τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο συνδυασμός έμοιαζε ελπιδοφόρος. Η συνεργασία τους στο «Southpaw» («Ο Αριστερόχειρας», 2015) είχε υποψιάσει ότι έχουν σωστή χημεία και ίδια κατανόηση της φιλμικής γλώσσας και αισθητικής. Οπως όμως και εκεί, «η ενοχή» τους ήταν ότι η υπερβολή έβγαλε νοκ άουτ τις ισορροπίες και το δράμα υπέκυψε στο (κακώς εννοούμενο) μελόδραμα, έτσι κι εδώ, όλα υπερτονίζονται, υπογραμμίζονται και υπεραναλύονται. «Ο Ενοχός» τους δεν μας ψιθυρίζει την αλήθεια του σε αυτό το κινηματογραφικό τηλεφώνημα. Την ουρλιάζει σε ανοιχτή ακρόαση.
Το συνηθισμένο παράπτωμα του αμερικανικού σινεμά είναι ότι υποβιβάζει συνεχώς το κοινό του. Πιστεύει ότι ο θεατής δε θα πιάσει τις λεπτομέρειες της αφήγησης, δε θα καταφέρει να συνθέσει μόνος του τη μεγάλη εικόνα. Οπότε πρέπει συνεχώς να εξηγεί. Ο Πιτσολάτο γράφει ένα σενάριο λοιπόν, που, ενώ σέβεται τη βασική δομή της ιστορίας του Μέλερ, την εμπλουτίζει με διαλόγους που μοιάζουν με «οδηγίες χρήσης» για την κατανόηση της πλοκής. Ταυτόχρονα, ο φόβος ότι «μια ταινία δωματίου» θα πετάξει έξω τον μέσο αμερικανό θεατή, ωθεί τον Πιτσιλάτο να φορτώσει το πλαίσιο των δρώμενων με έξτρα drama: οι άγριες πυρκαγιές, το άσθμα του ήρωα, τα μελό τηλεφωνήματα.
Τίποτα από όλα αυτά δεν χρειαζόταν. Πρώτον, γιατί όλα τα συστατικά ήταν εκεί: η δράση, η αντίδραση, η ανατροπή - η δανέζικη ταινία είχε ιχνηλατίσει τη διαδρομή της αμερικανικής. Κι όχι μόνο αυτό. Το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της Αμερικής έδινε και μία σπάνια ευκαιρία, που έμεινε (σχεδόν) ανεκμετάλλευτη. Η αμερικανική αστυνομία (όπως και η ελληνική) δεν έχει το προφίλ μίας υπηρεσίας με εκπαιδευμένους, σωστής ηθικής και κρίσης λειτουργούς, που η μέριμνά τους είναι η προστασία του πολίτη. Τραμπουκισμοί, εξάρσεις βίας και ο βαθειά ριζωμένος ρατσισμός έχουν επηρεάσει το φίλτρο μέσα από το οποίο αντιμετωπίζουμε τον «μπάτσο». Η ταινία θα μπορούσε να είχε βάλει γκολ από τα αποδυτήρια αν, χωρίς όλες τις υπόλοιπες υπερβολές, πατούσε εκεί. Δεν χρειαζόταν ο Τζο να έχει άσθμα, σε μια εποχή με σύνθημα το #Icantbreathe.
Ο Φουκούα το προσπάθησε, αλλά με λάθος τρόπο. Επιχείρησε να κάνει τον ήρωα κωλόπαιδο. Υποβάλλοντας τον Τζίλενχαλ σ' ένα αμετροεπές ρεσιτάλ overacting, για να πείσει για το πόσο νευρικός, αντικοινωνικός, αντιπαθής (ακόμα κι ανάμεσα στους συναδέλφους του) είναι. Οταν στο τελευταίο μέρος, οι ανατροπές και οι αποκαλύψεις τον οδηγούν σε μία ταπεινότητα, τότε ο Τζίλενχαλ έχει το πεδίο να αποδείξει πόσο καλός ηθοποιός είναι. Στις σιωπές και τα γκρεμισμένα βλέμματα.
Ο μέσος θεατής, που δεν έχει δει την αυθεντική ταινία, μπορεί και να εντυπωσιαστεί. Εμείς, θα του προτείναμε, όταν κλείσει το τηλέφωνο με Αμερική, να πάρει και Δανία.