Η ιστορία του «Πινόκιο», της ξύλινης μαριονέτας που κατάφερε μετά από πολλές περιπέτειες να γίνει πραγματικό αγόρι, είναι ίσως από τα πιο γνωστά και αγαπημένα παραμύθια, μια ιστορία που έχει μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη τόσες φορές, και με διάφορους τρόπους, που, πλέον, η μαγεία της έχει ξεθωριάσει δεν καταφέρνει να προκαλέσει το ενδιαφέρον και το ρίγος που ίσως κάποτε πρόσφερε.
Ομως να που γίνονται και θαύματα.
Πείτε το μοιραίο, πείτε το καθαρή τύχη, πείτε το απλά σωστός προγραμματισμός, αλλά η νέα κινηματογραφική μεταφορά του «Πινόκιο» σε σκηνοθεσία των Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο και Μαρκ Γκούσταφσον, η οποία κυκλοφόρησε μόλις λίγους μήνες μετά την άψυχη και αδιάφορη live action μεταφορά του Ρόμπερτ Ζεμέκις και της Disney, έρχεται να μας δείξει τον τρόπο για να μας κάνει να αγαπήσουμε ξανά από την αρχή το κλασικό αυτό παραμύθι του Κάρλο Κολόντι.
Ο «Πινόκιο» του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο αφηγείται την ιστορία του γέρο-Τζεπέτο, μετά την απώλεια του δεκάχρονου γιου του, Κάρλο, όταν μια βόμβα έπεσε στην εκκλησία, την ώρα που και οι δυο τους εργάζονταν πάνω στην εγκατάσταση ενός μεγάλου ξύλινου σταυρού. Χρόνια αργότερα ο Τζεπέτο, μεθύστακας πλέον και πλημμυρισμένος από οργή, κόβει το δέντρο που φύτρωσε πάνω από τον τάφο του γιου του και αποφασισμένος να αψηφήσει τον θάνατο και να φέρει τον Κάρλο πίσω κοντά του, σμιλεύει το ξύλο μέχρι που αυτό μεταμορφώνεται σε μια αδέξια ξύλινη μαριονέτα, η οποία εμποτίζεται με ζωή από ένα πνεύμα του δάσους.
Ο Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο είναι ένας σκηνοθέτης με χαρακτηριστικά γνήσια και δυνατή οπτική υπογραφή. Και με την πρώτη του stop motion animation ταινία, ένα προσωπικό dream project του σκηνοθέτη εδώ και 14 χρόνια, συγκεντρώνει στην πιο καθαρή τους μορφή όλα εκείνα τα στοιχεία που καθιστούν το έργο του μοναδικό, για να μας δώσει μια από τις καλύτερες και πιο ξεχωριστές του ταινίες εδώ και αρκετό καιρό, ισορροπώντας με μαεστρία σχεδόν ανάμεσα στο σκοτεινό, στο ρομαντικό και το σπαραχτικό.
Μεταφέροντας την ιστορία στα μέσα του 20ου αιώνα, λίγο μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την άνοδο του Μουσολίνι στην Ιταλία και του φασισμού, ο Ντελ Τόρο δείχνει από τη αρχή τις προθέσεις του πως δεν έχει σκοπό να κάνει μια παιδική ταινία. Χρησιμοποιώντας το μύθο του Φρανκενστάιν ως σύμβολο και δημιουργικό έναυσμα για την ιστορία του Πινόκιο, η ταινία μπορεί να έχει πρωταγωνιστή μια ξύλινη μαριονέτα, αλλά μέσω αυτής προσπαθεί να μιλήσει για μια αθώα ψυχή ενός παιδιού με έναν απαθή πατέρα, η οποία χάνεται σε έναν κόσμο που δεν μπορεί να καταλάβει, αμφισβητώντας παράλληλα, μέσω της παιδικής αθωότητάς του, τα πάντα, από την εξουσία, την θρησκεία μέχρι και την στρατευμένη εκπαίδευση των σχολείων.
Ενας σκοτεινός πραγματικά κόσμος όπου όλοι συμπεριφέρονται σαν μαριονέτες, εκτός από τις ίδιες τις μαριονέτες.
Εκεί όπου το τέρας του φασισμού συναντά το μεγαλείο της αγάπης ενός πατέρα και την ανθρώπινη ψυχή μιας μικρής ξύλινης μαριονέτας, χτυπά και η καρδιά της ταινίας του ντελ Τόρο. Η ασύλληπτη φαντασία του πλάθει ένα σύμπαν σκοτεινό αλλά ταυτόχρονα ονειρικό, εφιαλτικό αλλά και παραμυθένιο, γκροτέσκο και πολλές φορές αλλόκοτο, αλλά ταυτόχρονα και τόσο τρομαχτικά όμοιο με το δικό μας παρον.
Ο Πινόκιο κατά τον Γκιγιέρμο ντελ Τόρο δεν είναι τέλεια μαριονέτα αλλά κάτι το ακατέργαστο και το ημιτελές, με τα καρφιά του να πετάγονται από διάφορα σημεία του σώματός του, μια προσωποποίηση της αναρχίας που ο ίδιος πρεσβεύει, η οποία συνοδεύεται από μια ανυπάκουη και χαοτική συμπεριφορά και... μια τρύπα στην καρδιά όπου μένει ένας γρύλος. Ο ντελ Τόρο τον κινηματογραφεί - στη μορφή ενός μιούζικαλ που, είναι αλήθεια, πετυχαίνει περισσότερο στη μουσική παρά στα τραγούδια του Αλεξάντερ Ντεσπλά σε στίχους του ίδιου του σκηνοθέτη - με την περηφάνια ενός Δρ. Φρανκεστάιν ο ίδιος, περήφανος για τις ατέλειες του δημιουργήματός του, σίγουρος πως - όπως σε ολόκληρη τη φιλμοογραφία του - όλοι οι διαφορετικοί θα χρειαστεί να προσπαθήσουν για να γίνουν αποδεκτοί ως κάτι άλλο εκτός από τέρατα.