Ο Τομ και η Ανα είναι ένα ζευγάρι Αμερικανών που ζει στο Λονδίνο και αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Οταν ο γείτονάς τους, που μένει ακριβώς από κάτω, πεθαίνει, η τύχη δείχνει να τους χαμογελά προσωρινά, αφού ανακαλύπτουν ότι μέσα στο σπίτι του υπάρχουν 220,000 λίρες. Αν και αρχικά είναι διστακτικοί για το αν θα πρέπει να απλώσουν το χέρι τους στο θησαυρό που ανακάλυψαν, αποφασίζουν ότι το σχέδιο είναι απλό: το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να πάρουν τα χρήματα και να χρησιμοποιήσουν μόνο όσα τούς είναι απολύτως απαραίτητα για να ξεχρεώσουν. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, το σύμπαν αποφασίζει να τους δείξει πόσο εύκολα μπορούν να έρθουν τα πάνω - κάτω!
Βετεράνος του τηλεοπτικού «The Killing» (της πρωτότυπης σειράς, όχι του Αμερικάνικου ρημέικ του) ο Δανός Χένρικ Ρούμπεν Γκενζ και ο διευθυντής φωτογραφίας του Γιόργκεν Γιόχανσον, ξέρουν πολύ καλά πως να χτίσουν μια μουντή, απειλητική ατμόσφαιρα μεταμορφώνοντας κάτι που μοιάζει τόσο γνώριμο όσο το Λονδίνο σε μια no man's land στο έλεος της οικονομικής ανέχειας και τηε ηθικής διαφθοράς.
Το ζευγάρι των Αμερικάνων ηρώων ελπίζει ματαίως σε μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη, ο κουρασμένος βετεράνος αστυνομικός ελπίζει σε μια αστυνομία δίχως διαφθορά, το ίδιο το Λονδίνο ελπίζει σε έναν ουρανό που να μην μοιάζει από λερωμένο μολύβι.
Οι ελπίδες υπάρχουν για να διαψεύδονται σε αυτό το θρίλερ όπου κακά πράγματα συμβαίνουν σε καλούς (μα όχι απαραίτητα με καθαρή σκέψη) ανθρώπους κι ανάμεσά τους και η ελπίδα πως το φιλμ θα αφήσει πίσω του μια υπερβολικά γνώριμη αφετηρία για να απογειωθεί σε κάτι εν δυνάμει περισσότερο ενδιαφέρον, από ένα ακόμη middle of the road θρίλερ.
Δυστυχώς πέρα από την ατμόσφαιρα και μερικές στιγμές πετυχημένης αγωνίας, ένα απροσδόκητο βλέμμα στις πιο ταλαιπωρημένες πλευρές της πόλης και μερικές απροσδόκητες μα όχι καινούριες χρήσεις εργαλείων για το σπίτι, ελάχιστα πράγματα είναι καινούρια ή απρόβλεπτα, ξεκινώντας ήδη από τους πρωταγωνιστές του.
Ο Τζέιμς Φράνκο και η Κέιτ Χάντσον μοιάζουν αταίριαστοι και απόλυτα άχρωμοι κι ακόμη κι ο Τομ Γουίλκινσον που είναι ικανός να κάνει οτιδήποτε να δείχνει λίγο πιο στιβαρό απ ότι είναι μένει εδώ δίχως κάτι αληθινά σοβαρό να υποστηρίξει. Οσο για τον Ομάρ Σι, ένας εισαγόμενος «κακός» με επεκτατικές διαθέσεις που ακούει στο όνομα Τζέκινς Χαν, έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός εν δυνάμει κλασσικού baddie, μα ακόμη κι αυτός -και η οδοντογλυφίδα στα δόντια- ελάχιστα κατορθώνει να εγγραφεί στην μνήμη.
Ακριβώς όπως και το φιλμ που παρά τις αρετές του, όπως την πετυχημένη ατμόσφαιρα ή την ειλικρίνεια με την οποία οι δημιουργοί του αντιμετωπίζουν το είδος στο οποίο κινείται, δεν κατορθώνει σχεδόν ποτέ να ξεφύγει από τα προσδοκώμενα και τα γνώριμα. Σίγουρα δεν είναι μια κακή ταινία, μα είναι τελικά μια ταινία δίχως προσωπικότητα κι αυτό ίσως να είναι χειρότερο.