Αν τα director's cut των ταινιών κάποιες φορές είναι ναρκισιστικά, άλλες δίκαιη αποκατάσταση της κινηματογραφικής ιστορίας, αυτό εδώ δεν είναι τίποτε από τα δυο. Είναι ένα «φρεσκάρισμα», ένα κομψό σφίξιμο, μιας ταινίας που στην εποχή της, το 2008, μας άφησε με το στόμα ανοιχτό κι εξακολουθεί να το κάνει.
Στις ερημιές και στην πολυκοσμία της ανέκαθεν αφημένης στην τύχη της Νάπολης, ζει η εργατική μηχανή της Καμόρα: όχι η ζάπλουτη εξουσία της που, όπως φαίνεται διαφεντεύει κυριολεκτικά τον κόσμο, αλλά το... ανθρώπινο δυναμικό της, στις τεράστιες πολυκατοικίες της πρόνοιας στην περιφέρεια της πόλης, εκεί όπου υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να ζεις και μία μόνο βεβαιότητα, ότι θα πεθάνεις, γρήγορα, χωρίς τελετουργικό.
Εκεί στήνει ο Γκαρόνε την ιστορία του, επιλέγοντας κάποιους, όχι όλους, τους μίτους της αφήγησης του βιβλίου του Σαβιάνο: φυσικά τη βιομηχανία της «χωματερής» τοξικών αποβλήτων του Φράνκο (ο Τόνι Σερβίλο, συγκλονιστικός όπως πάντα, μόνος γνώριμος σ' ένα ensemble cast από άγνωστους ή ερασιτέχνες ηθοποιούς), ο οποίος διαπραγματεύεται μια επαγγελματική συμφωνία με τον Βορρά, τις κοπτοραπτούδες του Πασκουάλε που αντιγράφουν μεγάλους designers και κατασκευάζουν ρούχα που καταλήγουν να φορούν σταρ, γνωρίζοντας ή μη ότι έγιναν με την απειλή του όπλου (η σύγκρουση της Ιταλικής με την Κινεζική μαφία δίνει ακόμα περισσότερο σκοτάδι στην πλοκή), τα ναρκωτικά που αποτελούν όχι μόνο προϊόν αλλά και νόμισμα, τους έφηβους που εξασφαλίζουν την λειτουργία της αλυσίδας του εγκλήματος και τα μικρά-μικρά παιδιά που ονειρεύονται να τους μοιάσουν όταν μεγαλώσουν - μια και, έτσι κι αλλιώς, άλλες αναφορές δεν έχουν.
Μακριά από τη σαγήνη και το γκλαμ του «Νονού», μακριά ακόμα κι από τη στιλιζαρισμένη βία του «Σημαδεμένου», παρότι οι ήρωές του ξέρουν την ταινία απ' έξω, ο Ματέο Γκαρόνε (που κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών το 2008), ακολουθεί τη φόρμα του νεορεαλισμού, για να χτίσει ένα δράμα χωρίς έλεος, χωρίς διαφυγή, χωρίς εξωραϊσμό, τόσο πραγματικό που σε διαπερνά σαν σφαίρα. Η ιστορία του δεν έχει «νονούς» και δυνατά ανδρικά πρότυπα, έχει μόνο θύματα χωρίς επιλογές.
Αλλωστε, η ταινία βασίζεται στο διάσημο, πια, βιβλίο τεκμηρίωσης του Ρομπέρτο Σαβιάνο, εκείνο που έφερε τη ζωή του στον απόλυτο κίνδυνο: για να το γράψει, ο Σαβιάνο έζησε για μήνες σε επαφή με την Καμόρα, incognito φυσικά, έφτασε και να κάνει catering για τις γιορτές τους, να μοιράζεται προσωπικές στιγμές τους, φτάνοντας σε μια αποτύπωση τέτοιας ακρίβειας που, έκτοτε, ζει μόνιμα με αστυνομική προστασία.
Περισσότερο ντοκιμαντέρ (και μ' αυτόν τον τρόπο γυρισμένο, εμπλέκοντας τη Ναπολιτάνικη κοινωνία, μπροστά και πίσω από τις σκιές), παρά ταινία είδους, το «Γόμορρα» είναι κάτι παραπάνω από μαρτυρία. Είναι μια ταινία εξαιρετικής τόλμης, που έγινε για να πετύχει ένα σκοπό. Να ευαισθητοποιήσει τον κόσμο στην αλήθεια του ότι τα πλοκάμια της Καμόρα (και της σικελικής Μαφίας, άλλωστε), φτάνουν στα ύψιστα χρηματοοικονομικά κλιμάκια του δυτικού κόσμου. Κι ότι, την ίδια ώρα, με την κρατική ανοχή, ανήλικα αγόρια και κορίτσια χάνονται χωρίς δάκρυα. Απλά και καθημερινά. Με βρωμιά, αγώνα και τρόμο.
Μπορείτε να δείτε τη νέα βερσιόν του «Gomorrah» του Ματέο Γκαρόνε, από τη StraDa Films, στην πλατφόρμα της Viva, κλικάροντας εδώ.