Η Εριν και η Αμπι ήταν παιδικές φίλες. Τις έδενε ένα κοινό μυστικό πάθος: πίστευαν στα φαντάσματα και, κόντρα στο δούλεμα που έτρωγαν από τα υπόλοιπα παιδιά του σχολείου, εκείνες ξεκοκκάλιζαν όλες τις επιστημονικές θεωρίες που υποστήριζαν ότι οι μεταφυσικές αυτές οντότητες υπάρχουν και μπορούμε να τις δούμε, να τις πιάσουμε, να τις μελετήσουμε. Μεγαλώνοντας, έγραψαν κι ένα βιβλίο. Μετέπειτα όμως οι δρόμοι τους χώρισαν. Η Εριν σοβαρεύτηκε, έκοψε δεσμούς με το παρελθόν. Τη συναντάμε να βρίσκεται στην τελική ευθεία για μία θέση καθηγήτριας Φυσικής στο Columbia University. Μόνο που το βιβλίο της επανέρχεται στην επιφάνεια, το Ιντερνετ έχει πάρει φωτιά, και όλη αυτή η δημοσιότητα την κάνει να μοιάζει με... τρελή επιστήμονα. Στην απελπισία της, αποφασίζει να βρει την Αμπι και να την παρακαλέσει να το αποσύρει, να το εξαφανίσει - τουλάχιστον μέχρι να εξασφαλισθεί η πρόσληψή της. Μόνο που η Αμπι, μαζί με μία εκκεντρική εφευρέτρια νέα της συνεργάτη τη Xόλτσμαν, συνεχίζει την πεισμωμένη έρευνά της για φαντάσματα και δεν έχει κανένα σκοπό να σταματήσει ό,τι της προσφέρει την απαραίτητη χρηματοδότηση. Νιώθει άλλωστε ότι βρίσκεται πολύ κοντά: στη Νέα Υόρκη έχουν αρχίσει και σημειώνονται τελευταία όλο και πιο συχνές μαρτυρίες για περίεργα υπερφυσικά φαινόμενα. Μία τέτοια καταγγελία βρίσκει και τις τρεις γυναίκες μαζί και η περιπέτεια ξεκινά. Τα κορίτσια (μαζί με μία τέταρτη υπάλληλο του νεοϋρκέζικου μετρό που ενώνει δυνάμεις μαζί τους) καταλήγουν να πραγματοποιούν τα πιο παράλογα όνειρά τους: αποδεικνύουν ότι φαντάσματα υπάρχουν. Kαι... who you gonna call? Ghostbusters!
Ο Πολ Φέιγκ («Οι Φιλενάδες», «Spy», «The Heat») αποδέχεται την πρόκληση να ανανεώσει τον cult μύθο των «Ghostbusters» (ενός από τα πιο επιτυχημένα blockbusters των 80ς) για τη γενιά των μιλένιαλς. Και το κάνει με σεβασμό στο παρελθόν αλλά και μεγάλο ρίσκο: με συνσεναριογράφο τη συνεργάτη του στο «Heat», Κέιτ Ντίπολντ, οι ήρωες αλλάζουν από άντρες σε γυναίκες. Ναι, τέσσερα κορίτσια (χωρίς σέξι εμφάνιση και κλισέ προδιαγραφές διαλόγων όπου θα μιλούν για τα αγόρια τους, το σώμα τους και στο τέλος κάποιος θα τις σώσει) φορούν τις σήμα-κατατεθέν φόρμες, παίρνουν στα χέρια τους τα γκάτζετς και κόβουν κώλους φαντασμάτων.
Το θηλυκό πρωταγωνιστικό καστ είναι εύρημα και δήλωση. Οι Μελίσα Μακάρθι, Κρίστεν Γουίγκ, Κέιτ ΜακΚίνον και Λέσλι Τζόουνς καλούνται να αποδείξουν δύο πράγματα: ότι μπορούν γυναίκες ηρωίδες να πιάσουν φαντάσματα και, κάτι ακόμα πιο δύσκολο, μπορούν γυναίκες πρωταγωνίστριες να κάνουν την ταινία τους blockbuster. Και ξεκίνησαν από το μείον: από τη στιγμή που ανακοινώθηκε το πρότζεκτ το Ιντερνετ τις μίσησε, τις έθαψε, ανακήρυξε το trailer τους «το πιο μισητό στην ιστορία».
Κι όμως, εκείνες αποδεικνύονται ένα από τα μεγαλύτερα ατού της ταινίας. Μπαίνουν στους ρόλους με τη φόρα των προκατόχων τους: είναι εκκεντρικές, παράδοξες φύτουλες, γοητευτικά «quirky» αταίριαστα στο περιβάλλον τους πλάσματα. Και το ξέρουν. Και οι ηρωίδες και οι ηθοποιοί. Γιατί, συνήθως, την κωμική παραδοξότητα το κοινό την αγοράζει από άντρες (πόσο μεγάλο χαρτί στο «Notting Hill», για παράδειγμα, ο λέρας συγκάτοικος. Φανταστείτε τον τώρα γυναίκα. Ξενερώσατε;)
Οταν έρχεται με τη μορφή της (βετεράνου του Saturday Night Live) Κέιτ ΜακΚίνον, χρειάζεσαι λίγη ώρα για να την αποδεχθείς. Κι όμως. Πόσο λάθος είχες. Οι Μακάρθι και Γουίγκ είναι πλέον καταξιωμένες «Φιλενάδες» κομεντιέν στο ευρύ κοινό, η Τζόουνς είναι απολαυστική, αλλά κακά τα ψέματα: η ΜακΚίνον είναι η μεγάλη σταρ της ταινίας. Παίρνει ρίσκα με το σώμα, τις εκφράσεις, τους αυτοσχεδιασμούς, αποδέχεται με γενναιότητα το χαρακτήρα-καρικατούρα της Χόλτσμαν και τον απογειώνει.
Στην τελική σεκάνς αναμέτρησης μόνο οι haters δε θα είναι στο πλευρό των κοριτσιών. Ο Φέιγκ αναβιώνει τα αγαπημένα φαντάσματα των 80ς, φέρνει και μερικά καινούργια δικά του, φωτίζει την οθόνη με σύγχρονα CGI, τα πρόσωπά μας με νοσταλγία και τα βλέμματά μας με τη χαρά της απλής κινηματογραφικής διασκέδασης.
Η μόνη μας αντίρρηση: θα μπορούσε το σενάριο να είναι πιο αστείο. Δεν λειτουργεί το χιούμορ από την αρχή, μοιάζει προβαρισμένο και σε στιγμές ξενέρωτα επιβεβλημένο. Η Κέιτ Ντίπολντ γράφει την κωμωδία πιο χολιγουντιανά από ό,τι θα θέλαμε - θα προτιμούσαμε την «Parks and Recreations» εμπειρία της να απογειώσει την cult παραδοξότητα. Επίσης, τα cameos των Μπιλ Μάρεϊ, Νταν Ακροϊντ και των λοιπών παλιών είναι άδοξα και αδιάφορα (της Σιγκούρνι Γουίβερ το πιο καλογραμμένο όλων).
Μικρό το κακό. Είμαστε σίγουροι ότι τα πιτσιρίκια που δεν έχουν ιδέα για τις συγκρίσεις του παρελθόντος θα περάσουν τέλεια. Και εμείς κοιτάμε back to the future σ' ένα μέλλον που οι ταινίες δε θα χρειάζονται να τονίσουν την μεταφεμινιστική τους χροιά με μόνο γυναίκες ηρωίδες κι επίτηδες άντρες bimbos (επίσης πολύ δύσκολος ρόλος αυτός του χαζού ξανθογκόμενου γραμματέα Κρις Χέμσγουορθ) αλλά αγόρια και κορίτσια θα πλημμυρίζουν τις αίθουσες με ένα και μόνο σκοπό: όταν ακούσουν το σύνθημα «who you gonna call» να τραγουδήσουν εκκωφαντικά την -άφυλη- απάντηση. GHOSTBUSTERS!