Ενώ ο Τζόνι Μπλέιζ κρύβεται στην ανατολική Ευρώπη προσπαθώντας να τιθασεύσει την διαμονική του φύση, πρέπει να αναλάβει και πάλι δράση για να αντιμετωπίσει τον Σατανά ο οποίος δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ένα νεαρό παιδί που μοιάζει να κρύβει ένα σπουδαίο μυστικό...
Οφείλετε να το παραδεχτείτε. Οσο κι αν προσπαθήσεις, δεν είναι εύκολο να κάνεις κάποιον να πάρει στα σοβαρά έναν μηχανόβιο ήρωα του οποίο το κεφάλι φλέγεται. Πόσο μάλλον όταν τον ρόλο τον παίζει ο Νίκολας Κέιτζ. Αυτή ακριβώς η μη παραδοχή της ακραίας, αθέλητα αστείας, σχεδόν camp φύσης του πρωταγωνιστή της, υπήρξε το μεγαλύτερο λάθος της πρωτότυπης ταινίας, που έμοιαζε ανούσια, βαρετή, άψυχη. Κι ακριβώς αυτό δοκιμάζουν να διορθώσουν οι παραγωγοί αυτής εδώ της συνέχειας, δίνοντας τα σκηνοθετικά ηνία στους Νέβεντιν/Τέιλορ, ένα ντουέτο που δεν ξέρει τι σημαίνουν οι λέξεις «υπερβολικά πολύς χαβαλές».
Auteurs της δράσης, ξεδιάντροπα ανίεροι, προσθέτουν κάτι που έλειπε από την συνταγή του «Ghost Rider»: ένα σαρδόνιο χιούμορ κι ένα υπόγειο ΟΚ, ότι ναι, μπορείς να γελάς δίχως ενοχές με την ταινία που παρακολουθείς. Σκηνές όπως αυτή που ο Τζόνι Μπλέιζ κατουράει φλόγες, ή χαρακτήρες όπως ο νεόκοπος δαίμονας που ανακαλύπτει πως είναι δύσκολο να φας κάτι, όταν κάθε τι που αγγίζεις σαπίζει, δεν είναι ασφαλώς εκεί για να τις πάρεις στα σοβαρά.
Το πρόβλημα δυστυχώς είναι πως εκτός από αυτές, υπάρχουν και πολλές ακόμη που προσπαθούν να σε πείσουν να παρακολουθήσεις με προσοχή την ανούσια ιστορία της καταδίωξης ενός παιδιού από τον ίδιο το σατανά, ή τις προσπάθειες του Τζόνι Μπλέιζ να απαλλαγεί από την κατάρα του, όταν είναι απόλυτα σαφές ότι αυτό που θα χρειαζόταν η ταινία, θα ήταν ακόμη περισσότερες σκηνές που να σε κάνουν να θες να πετάξεις το ποπ κόρν σου στην οθόνη.
Από αυτή την άποψη το φιλμ μοιάζει μια χαμένη ευκαιρία για τους Νεβεντιν/Τείλορ ακόμη κι αν κατορθώνουν να τιθασεύσουν μια ακόμη άθλια ερμηνεία από τον Νίκολας Κέιτζ σε κάτι σχεδόν απολαυστικό και να στήσουν μερικές action σκηνές, που μοιάζουν με ποπ αρτ.
Προσπαθώντας να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία σε ένα franchise που δεν μοιάζει να είχε κανείς σε ιδιαίτερη υπόληψη δοκιμάζουν να σώσουν την ελάχιστη τιμή που που θα μπορούσε να του είχε απομείνει. Οταν είναι σαφές ότι αυτό που του αξίζει κι αυτό που θα το έσωζε τελικά, θα ήταν να το «ατιμάσουν» ολοκληρωτικά μεταμορφώνοντας το σε μια ξέφρενη ένοχη απόλαυση, αντί για μια περιστασιακά ένοχη απόλαυση με πολλές βαρετές σκηνές στο ενδιάμεσο...