Στο ντοκιμαντέρ «Gas Station ή Τα Περιστέρια της Λαχώρης», καταγράφονται στιγμιότυπα από τις παράλληλες ιστορίες τριών Πακιστανών εργατών στην Ελλάδα, ενώ στο φόντο βρίσκεται μία από τις μεγαλύτερες μεταναστευτικές τραγωδίες στη Μεσόγειο, το ναυάγιο της Πύλου. Βλέπουμε ορισμένα στιγμιότυπα από το κύκλωμα διακίνησης μεταναστών που ξεκινάει από το Πακιστάν, περνά από τα κέντρα κράτησης της Λιβύης για να καταλήξει στην Ιταλία. Παρουσιάζεται σύντομα και το περίπλοκο πλαίσιο χορήγησης νομιμοποιητικών εγγράφων στους μετανάστες που ζουν επί πολλά χρόνια στην Ελλάδα.

Επιχειρείται και μία σχεδόν συγκριτική παρουσίαση των τριών ιστοριών των μεταναστών με αυτή του πατέρα του σκηνοθέτη, ο οποίος έπεσε και ο ίδιος θύμα μιας άγριας οικονομικής εκμετάλλευσης, εργαζόμενος στη ζώνη, στο Πέραμα. Μέσα από το μεροκάματο και το τσακισμένο σώμα του πατέρα, καταδεικνύεται η φτώχια και η αδικία και από τις δυο πλευρές του «φράχτη». Η συγκριτική παρουσίαση ωστόσο αυτή, φαντάζει άστοχη και ελαφρώς βεβιασμένη.

Αυτά είναι (κάποια) από τα θέματα με τα οποία ο σκηνοθέτης επιχειρεί να ασχοληθεί. Δυστυχώς, δεν καταφέρνει να εκμεταλλευτεί αποτελεσματικά τα 80 λεπτά που είχε στη διάθεσή του. Το ντοκιμαντέρ προσπαθεί να πει τόσα πολλά που αλλάζει γνώμη συνεχώς και τελικά, το καταπίνει η φιλοδοξία του. Παρακολουθώντας το φιλμ αυτό, νιώθεις τον μοντέρ να προσπαθεί απελπισμένα να συρράψει ορισμένα ηχητικά αποσπάσματα με διάσπαρτα πλάνα.

Το αποτέλεσμα του voice over είναι υπερβολικά δραματοποιημένο, με έναν λυρισμό ο οποίος δεν ταιριάζει καθόλου με τη θεματολογία του. Ο σκηνοθέτης προσπαθεί να μετακινήσει πολύ μεγάλους όγκους, να συνδέσει την Ανατολή με τη δυτική υπόσχεση, να συρράψει τον ελληνικό εθνικισμό, την χριστιανοσύνη και το παρελθόν του πατέρα του με τις ιστορίες τριών Πακιστανών εργατών. Ανάμεσα στις ιστορίες τους, εμφανίζονται πλάνα από δηλώσεις και επισκέψεις του Ηλία Κασιδιάρη και μελών της Χρυσής Αυγής, κατά της (sic) «λαθρομετανάστευσης». Παρεμβάλλονται και ακουστικά ντοκουμέντα από χριστιανικό ραδιόφωνο της πρωτεύουσας το οποίο κηρύσσει την αγάπη, αλλά μια αγάπη επιλεκτική, προς συγκεκριμένους ανθρώπους.

Το έργο του σκηνοθέτη είναι φιλόδοξο. Η προσπάθεια είναι αξιοπρεπής, αλλά τα θεμέλιά της είναι σαθρά. Οι ραφές του δημιουργήματος αυτού παραδίδονται γρήγορα στην ανομοιογένειά τους.

Πολύ συχνά, παρεμβάλλονται στημένα πλάνα των πρωταγωνιστών οι οποίοι ατενίζουν μελαγχολικά - μπροστά στη θάλασσα, στις ράγες του τρένου και στις αθηναϊκές ταράτσες. Παρακολουθούμε ανετάριστα πλάνα με χέρια που χειρονομούν έντονα, τους πρωταγωνιστές να στρέφουν έναν φακό προς την κάμερα, και άλλες απόπειρες συμβολισμού είτε του αδυσώπητου χαρακτήρα της ζωής, είτε παρελθόντων θανάτων, είτε αναίτιας βίας. Ο σκηνοθέτης φαίνεται να προσπαθεί να ράψει υφάσματα για να γεμίσει τα - περισσότερα απ’ όσα θα έπρεπε - κενά. Τα πλάνα όμως δεν είναι καλά εκτελεσμένα. Το μοντάζ προσθέτει στην αδυναμία αυτήν και το τελικό αποτέλεσμα είναι κατ’ ελάχιστον αμήχανο. Σαν να προσπαθεί κάποιος να ζωγραφίσει με μεταλλική βούρτσα.

Σε μία αντίστοιχη σκηνή, ένας από τους πρωταγωνιστές του ντοκιμαντέρ ατενίζει την Ακρόπολη η οποία στέκει μακριά, φωτισμένη πίσω από έναν πέτρινο τοίχο. Το αρχαιοελληνικό ιδεώδες και η υπόσχεση της Ευρώπης αιχμαλωτίζουν τη σκέψη και το ενδιαφέρον χιλιάδων ανθρώπων, αλλά αποτελούν θησαυρούς οι οποίοι πάντα θα φυλάσσονται πίσω από τείχη, θαρρείς πως η ελευθερία και η δικαιοσύνη είναι προνόμιο των λίγων. Η αλήθεια είναι όμως ότι κανένας πολιτισμός και κανένα ιδεώδες δεν ωθεί τους ανθρώπους να τα παρατήσουν όλα και να ξεριζωθούν. Μόνο η ανάγκη το καταφέρνει. Το λέει και ένας από τους πρωταγωνιστές του ντοκιμαντέρ: «πίσω στο Πακιστάν υπάρχει μόνο ο θάνατος». Το μόνο πράγμα που ξεριζώνει τους ανθρώπους είναι η ανάγκη. Το μήνυμα αυτό είναι τόσο ισχυρό. Τέτοιου είδους πλάνα, όπως της Ακρόπολης, όπως του τρένου, όπως της θάλασσας, έχουν μόνο να αφαιρέσουν από αυτό.

Κρατάμε το εξής: πίσω από κατά τόπους άστοχα πλάνα, και κατά τόπους συγκλονιστικές μαρτυρίες και ηχητικά ντοκουμέντα, το ηχογραφημένο μήνυμα ηχεί δυνατά, ξεπερνά τα γλωσσικά και πολιτισμικά όρια και δηλώνει το ποιητικό και απελευθερωτικό (που δίνει και τον τίτλο του ντοκιμαντέρ), πως οι μετανάστες είναι σαν τα περιστέρια. Πετούν ελεύθερα πάνω από τα σύνορα, «χορεύουν και ερωτεύονται πάνω από τα σύννεφα, κι ύστερα χάνονται στα βάθη του ουρανού».