Ο μικρός Βίκτορ μεγαλώνει σε μια ήσυχη αμερικανική κωμόπολη, με τους γονείς του που τον λατρεύουν και με τον αγαπημένο του σκύλο Σπάρκι. Ο Βίκτορ είναι μοναχικός, αντικοινωνικός, προτιμά τα μαθήματά του από τους συμμαθητές του. Ο μοναδικός του φίλος είναι ο Σπάρκι και μαζί κάνουν τα πάντα, από βόλτες στη γειτονιά μέχρι να γυρίζουν ταινίες τρόμου σε Super8! Οταν, αναπάντεχα, ένα περαστικό αυτοκίνητο θα σκοτώσει τον Σπάρκι, ο Βίκτορ θ' αποφασίσει να χρησιμοποιήσει τις γνώσεις της φυσικής και να ξαναφέρει το σκύλο του στη ζωή, σαν άλλος Φράνκενσταϊν. Το πείραμα θα στεφθεί με επιτυχία, αλλά γρήγορα θα προκαλέσει χάος σ' ολόκληρη την πόλη.
Το 1984, ο 25χρονος Τιμ Μπάρτον έκανε μια μικρού μήκους ταινία, ασπρόμαυρη live action, που έδωσε με σιγουριά το κινηματογραφικό του ύφος. Σχεδόν 30 χρόνια αργότερα, ο Τιμ Μπάρτον ξαναφτιάχνει την ίδια ταινία, σε ασπρόμαυρο, 3D stop-motion animation, συμπυκνώνοντας όλα τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που έκαναν το σινεμά του ξεχωριστό.
Το καινούριο «Frankenweenie», αναζωογονημένο κι αυτό χάρη στην επιστήμη, λίγο όπως ο Σπάρκι ( ο Σπίθας στην πετυχημένη του μετάφραση), είναι πανέμορφο αισθητικά. Το ασπρόμαυρο ταιριάζει γάντι στη ρετρό φιλοσοφία του, παραπέμποντας λίγο σε «Νοσφεράτου» και λίγο σε Ρότζερ Κόρμαν, στις παλιές B-movies τρόμου που τόσο αγαπά ο δημιουργός του. Ακόμα και στο ίδιο το στούντιο της Disney παραπέμπει η ταινία, δίνοντας άλλο τόνο στις κλασικές ταινίες με ήρωες παιδιά και τα ζώα τους.
Η ταινία είναι, κατά κάποιον τρόπο, ένα… αυτοβιογραφικό κειμήλιο, ένα best of του σινεμά του Μπάρτον. Πέρα από φόρος τιμής στο ίδιο το σινεμά του τρόμου και του φανταστικού, ειδικά με τη σκηνή όπου τα αξιολάτρευτα υπερμεγέθη αλά Γκοτζίλα τέρατα σπέρνουν τον τρόμο στη μικρή πόλη, συγκεντρώνει όλα τα παράξενα, αλλόκοτα πλάσματα κι όλες τις μοναχικές, παραγνωρισμένες υπάρξεις που προκαλούν τον φόβο αλλά στην πραγματικότητα θέλουν μόνο ν’ αγαπηθούν! Ο μικρός Βίκτορ μοιάζει, ακόμα και εμφανισιακά με τον Τιμ Μπάρτον των σχολικών του χρόνων κι η «παρέα» του έχει από τον «δάσκαλο» Βίνσεντ Πράις, με τη φωνή του Μάρτιν Λαντάου, μέχρι την goth φιλοσοφία του σκηνοθέτη, τη «μούσα» Γουαϊνόνα Ράιντερ, τις υπέροχες σκηνές στο νεκροταφείο, την παιδική περιέργεια – οικειότητα σχεδόν – για το θάνατο και μια απίθανη, γλυκιά μελαγχολία.
Το «Frankenweenie» είναι οπωσδήποτε ομορφότερη και καλύτερη ταινία από το «Dark Shadows» κι από άλλες μέτριες πρόσφατες δουλειές του Μπάρτον, χωρίς όμως να περιλαμβάνει τη φευγάτη φαντασία του, το ιερόσυλο χιούμορ ή την τρέλα του: είναι, για τα δικά του μέτρα, εξαιρετικά συμβατική. Μ’ αυτόν όμως τον τρόπο γίνεται και μια από τις πιο αληθινές, αυθεντικές ταινίες του, ένα φιλμ πολύ προσωπικό κι αντιπροσωπευτικό. Ενα τρυφερό μακάβριο παραμύθι που, ήδη από τη γέννησή του, έχει τη σφραγίδα του κλασικού.