Η Φράνσις ζει στη Νέα Υόρκη, αλλά δεν έχει διαμέρισμα. Η Φράνσις βοηθάει σε μια ακαδημία χορού, αλλά δεν είναι χορεύτρια. Η Φράνσις έχει μια καλή φιλή, τη Σόφι, αλλά δε μιλάνε πια μεταξύ τους. Η Φράνσις ρίχνεται με ορμή στα όνειρα της, ακόμα κι όσο η πραγματικότητα της δείχνει να μη το κάνει. Η Φράνσις θέλει πολύ περισσότερα από αυτά που έχει, αλλά ζει τη ζωή της με ασύδοτη χαρά κι ελαφρότητα.
Η Φράνσις και η καλύτερή της φίλη Σόφι, είναι όπως λένε «το ίδιο πρόσωπο αλλά με διαφορετικά μαλλιά». Συγκατοικούν, περνούν όλο τον καιρό τους μαζί, απολαμβάνουν η μία την παρέα της άλλης, είναι κατά τη δική τους παραδοχή σαν «ένα γερασμένο ζευγάρι λεσβίες που δεν κάνει πια σεξ».
Οι δυο τους μοιάζουν φτιαγμένες από το ίδιο υλικό με τα κορίτσια του «Girls», μοντέρνες νεοϋορκέζες, με «προβλήματα πρώτου κόσμου», μπερδεμένες σχέσεις, γερή δόση ειρωνείας απέναντι στον κόσμο και τις ίδιες.
Κι όμως στα χέρια του Νόα Μπόμπακ και της Γκρέτα Γκέργουϊκ που υπογράφει μαζί του το σενάριο, δεν μοιάζουν στο ελάχιστο με κινούμενα κλισέ, αλλά με δυο αληθινά κορίτσια που σίγουρα δεν είναι τέλεια, αλλά δεν παύουν να είναι αξιαγάπητα.
Μόνο που σύντομα η Σόφι θα βρει μια συγκάτοικο με ένα διαμέρισμα στον αγαπημένο της δρόμο στην Τραϊμπέκα, η Φράνσις θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το σπίτι τους, την ίδια στιγμή που η θέση της στην ομάδα χορού όπου βρίσκεται δοκιμαστικά, μοιάζει να κινδυνεύει.
Η αληθινή ζωή της μοιάζει έτοιμη να ξεκινήσει, και με τις λέξεις «αληθινή ζωή» στην περίπτωση της Φράνσις, δεν μπορεί παρά να περιγραφεί μια σειρά από εμπόδια, δυσκολίες απογοητεύσεις. Ομως η ίδια είναι ένας τόσο θετικός χαρακτήρας (ή για κάποιους απλά ανώριμη κι ανεύθυνη), που δεν μπορεί παρά να βλέπει λίγο πιο μακριά και να παίρνει το κάθε τι όπως έρχεται: όχι σαν μια μικρή τραγωδία, μα σαν ένα απλό παραπάτημα. Αμέσως μετά, ακολουθεί ένα βήμα ακόμη.
Και το φιλμ του Μπόμπακ σε κάνει να πιστεύεις πως ακριβώς έτσι θα έπρεπε να βλέπουμε όλοι μας τη ζωή. Σαν μια συνεχή ροή από στιγμιότυπα, που άλλα είναι υπέροχα, τα περισσότερα είναι ίσως στραβά, μα όλα περνούν γρήγορα και κάτι άλλο έρχεται να τα αντικαταστήσει.
Η ερμηνεία της Γκέργουϊκ παίζει επίσης μεγάλο ρόλο στο πόσο πετυχημένα αποδίδεται η νοοτροπία της ηρωίδας της στην οθόνη, το πόσο πειστική γίνεται μια συμπεριφορά που δεν μοιάζει να πατά σε κανενός είδους λογική. Γεμάτη με θετική ενέργεια, με μια αμηχανία που αγαπάς, με έναν τρόπο που συχνά την οδηγεί να βάζει η ίδια τρικλοποδιές στον εαυτό της, η Φράνσις απέχει πολύ από έναν ιδανικό χαρακτήρα. Κι ακριβώς γι αυτό σε κερδίζει ξανά και ξανά.
Με τον ίδιο τρόπο, η σκηνοθεσία του Μπόμπακ ακολουθεί την ενέργεια της ηρωίδας της, με έναν ρυθμό που περπατά στα βήματά της. Γρήγορος, κοφτός, μα πάντα πρόθυμος να πατήσει το pause στις στιγμές που χρειάζεται. Γυρισμένη σε ασπρόμαυρο, η ταινία έχει κάτι από τον ανέμελο αέρα ενός φιλμ της γαλλικής νουβέλ βαγκ, κι ένα ταξίδι της Φράνσις στο Παρίσι καθώς και οι μουσικές του Ζορζ Ντελερί που χρησιμοποιούνται συχνά, σίγουρα βοηθούν μια τέτοια αίσθηση να εδραιωθεί.
Ομως ακόμη κι έτσι και παρά τις όποιες αναφορές της, η «Frances Ha» δεν είναι απλά μια ταινία των ημερών μας, αλλά κι ένα φιλμ που έχει την δική του ιδιοσυγκρασία, την δική του ταυτότητα και τον δικό του χαρακτήρα. Και είναι όλα ακαταμάχητα και απολαυστικά.