Ο Χρυσός Ολυμπιονίκης Μαρκ Σουλτζ λαμβάνει μια πρόσκληση από τον εκατομμυριούχο Τζον Ντυ Ποντ, να μετακομίσει στις εγκαταστάσεις του για να προπονήσει μια ομάδα παλαιστών για τους Ολυμπιακούς της Σεούλ του 1988. Δέχεται με ενθουσιασμό, καθώς το βλέπει και σαν μια ευκαιρία να ξεφύγει από τη σκιά του αδερφού του, Ντέιβ. Ο Ντυ Ποντ από την πλευρά του, θέλει τον άπιαστο σεβασμό των συνομηλίκων του και της πάντα επικριτικής μητέρας του. Κολακευμένος από την προσφορά, ο Μαρκ βλέπει τον Ντυ Ποντ ως πατρική φιγούρα κι αναζητά συνεχώς την επιβεβαίωση του. Η άστατη προσωπικότητα όμως του Ντυ Ποντ, σύντομα θα παρασύρει το Μαρκ σε ένα νοσηρό τρόπο ζωής, κι απειλεί να υπονομεύσει την προετοιμασία του. Η εμμονή του με το Ντέιβ και την αποφασιστικότητα που αποπνέει, θα τροφοδοτήσει την παράνοια του, και οι τρεις τους θα οδεύσουν προς μια τραγωδία που κανείς δε θα μπορούσε να έχει προβλέψει.

Η αληθινή ιστορία πίσω από το «Foxcatcher» είναι μια από εκείνες που θα δυσκολευόσουν να πιστέψεις αν δεν ήξερες ότι είναι αληθινές. Η αφετηρία της βρίσκεται λίγο μετά του ολυμπιακούς του 1984 εκεί όπου τα αδέλφια Μάρκ και Ντέιβ Σουλτς κέρδισαν και οι δυο χρυσό μετάλλιο στην ελληνορωμαϊκή πάλη.

Με τις δάφνες από την επιτυχία τους να έχουν γρήγορα ξεχαστεί, ο Μαρκ και ο Ντέιβ προπονούνται ήδη για τους επόμενους ολυμπιακούς και το παγκόσμιο πρωτάθλημα. Ο Ντέιβ είναι παντρεμένος, πατέρας δύο παιδιών, ο Μαρκ μοιάζει να μην έχει άλλο κίνητρο ή ενδιαφέρον στη ζωή του εκτός από την πάλη.

Οταν ο Τζον ΝτιΠοντ, ένας εκκεντρικός δισεκατομμυριούχος που ζει στο Foxcatcher Farm, ένα μεγαλειώδες κτήμα στην σκιά της ηλικιωμένης μητέρας του, θα του προτείνει να μετακομίσει εκεί και να προπονηθεί υπό την καθοδήγησή του, ο Μαρκ θα δει ξαφνικά την δυνατότητα μιας καλύτερης ζωής σε ιδανικές συνθήκες και την ευκαιρία να αφοσιωθεί σε αυτό που πραγματικά αγαπά και το οποίο θέλει να γίνει: ο καλύτερος αθλητής πάλης στον κόσμο.

Μόνο που είναι πολύ εύκολα κατανοητό σε όλους, εκτός ίσως από τον εύπιστο, λιγάκι απλοϊκό παλαιστή, πως η προσωπικότητα του ΝτιΠοντ βρίσκεται κάτω από την βαριά σκιά μιας διαταραγμένης προσωπικότητας, μιας σειράς από ψυχολογικές εμπλοκές και καταπιεσμένων ενστίκτων. Μισώντας τα άλογα που εκτρέφει η μητέρα του και που οι νίκες τους στους αγώνες έχουν γεμίσει ένα δωμάτιο με έπαθλα, μοιάζει να χτίζει τον δικό του «στάβλο» από παλαιστές για να προσθέσει κι αυτός τα δικά του σημάδια της νίκης στον τοίχο των τροπαίων

Και με κάποιο τρόπο η αγάπη του για την πυγμαχία, ένα «κατώτερο» άθλημα όπως του λέει η μητέρα του, έχει περισσότερο να κάνει με την δυνατότητα που του δίνει να τυλίγει χέρια του γύρω από τα κορμιά των αθλητών του, να δικαιολογεί την επιθυμία του για σωματική επαφή με τους άντρες γύρω του, μια επιθυμία τόσο έντονη όσο και δύσκολο να παραδεχτεί την υπαρξή της ακόμη και στον ίδιο τον εαυτό του.

Η σχέση των δύο ανδρών όπως είναι φυσικό, θα περάσει από μια σειρά διακριτά στάδια. Μεγαλωμένοι χωρίς γονείς από πολύ μικρή ηλικία, δίχως μια σταθερή οικογένεια, ο Ντέιβ κι ο Μαρκ φέρουν κι αυτοί τα δικά τους τραύματα και κάπως έτσι, ο Τζον θα μπορέσει εύκολα να καταλάβει στην ζωή του νεαρού αθλητή τον ρόλο του πατρικού συμβόλου, του μέντορα. Για τον πλούσιο άντρα, ο Μαρκ εκτός από καταπιεσμένο αντικείμενο του πόθου, είναι με κάποιο τρόπο κι ένας φίλος, ένας σύντροφος. Μεγαλωμένος δίχως την δυνατότητα μιας τέτοιας σχέσης, την αποζητά, αφού όπως εξομολογείται, στα δεκαέξι του ανακάλυψε πως ο καλύτερος του φίλος, ο γιος του σοφέρ της μητέρας του, πληρωνόταν από εκείνη για να τον κάνει παρέα. Και φυσικά η «φιλία τους» τελείωσε εκεί.

Μια ανάλογη κατιούσα πορεία θα έχει και δική τους συνύπαρξη, αφού ο κτητικός, απαιτητικός «προπονητής», χρησιμοποιεί το χρήμα και την δύναμή του σαν μοναδικό μηχανισμό προσέγγισης, ανεβάζει τον πήχη των φιλοδοξιών του συνεχώς και σύντομα γίνεται σκληρός, απεχθής, τυραννικός. Ο Μπένετ Μίλερ κοιτάζει την προορισμένη να καταλήξει στην τραγωδία σχέση των δύο ανδρών (και του αδελφού του Μαρκ που επίσης έρχεται στο Foxcatcher), με μια ματιά ψύχραιμη και σταθερή, ούτε υπερβολικά δραματική ούτε απόμακρη. Προτιμά να αφήσει τις λεπτές αποχρώσεις της ιστορίας να δώσουν τον τόνο και τα όσα μπορείς να διαβάσεις πίσω από τα γεγονότα, να σε καθοδηγήσουν να αντιληφθείς ποιοι μπερδεμένοι μηχανισμοί σπρώχνουν τους ήρωες στις πράξεις τους.

Πίσω από το φιλμ μπορείς να ανακαλύψεις μια συναρπαστική παραβολή για μια σειρά από ενδιαφέροντα, πολύπλοκα και πρόσφορα για σκέψη πράγματα: την πάλη των εχόντων με τους μη έχοντες, την εμμονή της Αμερικής με την επιτυχία, την βασανιστική ανάγκη να υπακούς στην νόρμα, τον τρόπο που τα καταπιεσμένα ένστικτα δηλητηριάζουν την ζωή, την κοινωνικά ορισμένη κατάσταση των φύλων, τον λαβύρινθο των ανθρώπινων σχέσεων.

Κι όλα αυτά, γίνονται συγκλονιστικά, αποτελεσματικά τόσο μέσα από την σκηνοθεσία του Μίλερ, που ξέρει να κρατά την ένταση ψηλά δίχως κανένα τέχνασμα, όσο και μέσα από τις ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών σε ρόλους που θα αλλάξουν την τροχιά της καριέρας τους.

Ο Στιβ Καρέλ αφήνει πίσω του κάθε κωμικό ρόλο, μεταμορφώνεται κυριολεκτικά χάνοντας βάρος, αποκτώντας με μια ψεύτικη μύτη, μα κυρίως μέσα από τον τρόπο που παίζει, μιλά, κινείται, στέκεται, αναπνέει. Δεν δίνει τίποτα λιγότερο από μια ερμηνεία που θα μείνει κλασσική και που αξίζει να κερδίσει κάθε βραβείο. Δίπλα του τόσο ο Τσέινινγκ Τέιτουμ όσο και ο Μαρκ Ράφαλο στέκονται ίσοι δίπλα του, δίνοντας ο καθένας στον χαρακτήρα του όλα τα μικρά μα ουσιαστικά εκείνα γνωρίσματα που σε κάνουν να ξεχνάς τους ηθοποιούς και να μένεις απλά στους ρόλους.

Βγαίνοντας από την αίθουσα αφού το φιλμ ολοκληρωθεί του κι αφού έχεις δει την ιστορία αυτών των ανθρώπων να φτάνει στο τέλος της, αφού έχεις πληροφορηθεί την τύχη τους μετά τα γεγονότα που περιγράφει η ταινία κι έχεις περάσει λίγο παραπάνω από δύο ώρες μαζί τους, δεν μπορείς παρά να νιώθεις ότι τους κουβαλάς ακόμη εντόςσου, αφού το φιλμ του Μίλερ βραδυφλεγές και απρόσμενα σοκαριστικό με τον δικό του χαμηλότονο τρόπο, δεν σε αφήνει να ξεφύγεις, παγιδεύοντας σε, σε μια μια συναισθηματική λαβή, που θα την ζήλευαν ακόμη και οι ολυμπιονίκες παλαιστές ήρωες του...


Διαβάστε και δείτε ακόμη: