Ο όρος «flight risk», στην κυριολεκτική του έννοια, χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο το οποίο κατηγορείται για ένα έγκλημα και συγχρόνως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να προσπαθήσει να διαφύγει από την εκάστοτε χώρα παραμονής του, προκειμένου να γλυτώσει την εκδίκαση των πράξεων του.

Παίζοντας με τη σημασία των λέξεων, ο Μελ Γκίμπσον στην έκτη του σκηνοθετική απόπειρα, στήνει ένα υβριδικό θρίλερ δράσης (δωματίου), όπου η πλοκή εκτυλίσσεται εξολοκλήρου σχεδόν, πλην τριών σύντομων μεταβατικών σκηνών, στο εσωτερικό ενός μικρού, ταλαιπωρημένου αεροσκάφους, όπου ο Μαρκ Γουόλμπεργκ ηγείται μίας, από κάθε άποψη, επικίνδυνης πτήσης που εκτροχιάζεται ολοένα και περισσότερο, ως συνέπεια των συνεχών twists.

Η Μάντελιν Χάρις (Μισέλ Ντόκερι), μία στρατάρχης της αμερικανικής αεροπορίας, καταφέρνει στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας να συλλάβει, έπειτα από ένα κυνηγητό μηνών, τον μοναδικό μάρτυρα μίας εξαιρετικά σημαντικής υπόθεσης (Τόφερ Γκρέις), στην οποία εμπλέκονται παρακρατικά - και όχι μόνο - κυκλώματα, αναλαμβάνοντας την ευθύνη να τον μεταφέρει από την Αλάσκα σε ένα προσωρινό κρατητήριο, όπου θα διαμείνει προστατευόμενος από την κυβέρνηση έως τη διεξαγωγή της δίκης στην οποία πρέπει, πάση θυσία, να καταθέσει.

Κατά τη διάρκεια της πτήσης τα δεδομένα ανατρέπονται διαρκώς. Αυτό που ξεκίνησε σαν μία τυπική μεταφορά ενός μάρτυρα, καταλήγει σε μία γεμάτη ένταση μάχη για επιβίωση, μέχρι την προσγείωση του αεροπλάνου, η επίτευξη της οποίας μοιάζει όλο και πιο αβέβαιη. Οσο η δράση κλιμακώνεται, άλλο τόσο πληθαίνουν και τα σχετικά κλισέ, τόσο σε επίπεδο πλοκής, όσο και σκηνοθετικών επιλογών. Ωστόσο, όλα τα επιμέρους στοιχεία που καθιστούν την ταινία υπερβολική και, εν δυνάμει, εξαντλητική για τον θεατή, συγχρόνως είναι κι αυτά που συνθέτουν ένα γνήσια απολαυστικό αμερικανικό σινεμά, που ναι μεν δεν καινοτομεί (μάλλον πολύ περισσότερο καταλήγει να αναπαράγει αναμενόμενα στερεότυπα που η κυρίαρχη αισθητική - συνώνυμο της χολιγουντιανής βιομηχανίας - ορίζει και, οριακά, επιτάσσει ως θεμελιώδες μέρος της φόρμας), αλλά ταυτόχρονα υπηρετεί με πιστότητα όλα όσα περιμένουμε από αυτό, σεβόμενο κατ’ αυτόν τον τρόπο τον εαυτό του.

Κοινώς, η «αμερικανικότητα» που διέπει τη ματιά με την οποία χειρίζεται την ταινία ο Γκίμπσον, μπορεί ενίοτε να την κάνει να ξεφεύγει από τις θεμιτές ισορροπίες, παρόλ' αυτά λειτουργεί, παραδίδοντας ένα φιλμ που τελειώνοντάς το νιώθεις ότι έχει κάτι το γνώριμο, το οποίο βλέπεις για χιλιοστή φορά να εκτυλίσσεται μπροστά σου, αλλά συγχρόνως φέρει, σε παραπάνω από ικανοποιητικό βαθμό, το comforting στοιχείο της εύπεπτης, λυτρωτικής κάθαρσης έπειτα από έναν κυκεώνα εξωφρενικών σεκάνς.