Στη διάρκεια του Β΄ παγκόσμιου πολέμου, ο υπολοχαγός Κόρμπι οδηγεί τους άντρες του μακριά από τους εχθρούς, σε μία προσπάθεια να επιστρέψουν σε φιλικά εδάφη. Ξαφνικά όμως βλέπει το σχέδιό του να καταρρέει, όταν συναντούν μία νεαρή γυναίκα. Η κατάσταση αρχίζει να επιδεινώνεται ραγδαία καθώς, ενώ οι άντρες του Κόρμπι αρχίζουν να υποφέρουν τόσο ψυχικά όσο και σωματικά, η παρουσία του εχθρού στην περιοχή του απειλεί να εκτροχιάσει εντελώς την απόδρασή τους. Τέσσερις απελπισμένοι άντρες, λοιπόν, παγιδευμένοι στη δίνη του πολέμου, μαζί με ένα μυστήριο αγριοκόριτσο!
Είναι λάθος να αντιμετωπίσει κανείς το «Fear and Desire» ως ένα χαμένο αριστούργημα, τυλιγμένο με το μύθο της παραγωγής του και της μετέπειτα εξαφάνισής του από προσώπου Γης, όπως επιθυμούσε διακαώς ο ίδιος ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ (ο οποίος λέγεται ότι συγκέντρωσε κάθε πιθανή κόπια της ταινίας προκειμένου αυτή να μην προβληθεί ποτέ ξανά).
Περισσότερο έργο ενός νεαρού ερασιτέχνη που μέσα σε περίπου 60 λεπτά προδίδει ότι πρόκειται για έναν οραματιστή δημιουργό αν διέθετε στα χέρια του περισσότερα μέσα (βλ. χρήματα) και ήταν ικανός να τελειοποιήσει το εικαστικό του φόντο για μια υπαρξιακή αλληγορία, το «Fear and Desire» μοιάζει με ένα δράμα δωματίου που εξελίσσεται στο μέσο ενός δάσους και με ποιητικές προεκτάσεις δοκιμάζει να βροντοφωνάξει το δικό του αντιπολεμικό μήνυμα προς κάθε πιθανή κατεύθυνση.
Γραμμένο από τον μετέπειτα βραβευμένο με Πούλιτζερ Χάουαρντ Σάκλερ, με προϋπολογισμό περίπου 10.000 δολαρίων που ο ίδιος ο Κιούμπρικ συγκέντρωσε από την οικογένειά του και τους φίλους του και 15 άτομα συνολικό συνεργείο, το «Fear and Desire» έχει ατμόσφαιρα (που δημιουργείται κυρίως από το κοφτερό αν και σε στιγμές άτεχνο μοντάζ του ίδιου του Κιούμπρικ), φέρει μια σαιξπηρική αύρα στους διαλόγους του (κάτι από το «Tempest»), διαθέτει μερικές σκηνές που μένουν στη μνήμη (όπως αυτή με το δεμένο κορίτσι στο δέντρο) και υποβάλλει τον θεατή σε έναν παραλογισμό καθώς παρακολουθεί μια πολεμική ταινία στην οποία δεν βλέπουμε ποτέ πόλεμο, αλλά η απειλή είναι ολοφάνερη και απτή σε κάθε βήμα των στρατιωτών που πρωταγωνιστούν.
Στοιχεία, ωστόσο, που δεν αφαιρούν από το ντεμπούτο του Κιούμπρικ μια διάχυτη αίσθηση πειραματισμού και εύκολου εντυπωσιασμού (βλ. απότομα ζουμ της κάμερας και close-ups, τους επιτηδευμένους μονολόγους) που συνδυασμένα με τον εξ ολοκλήρου στουντιακό ήχο (αφού ο Κιούμπρικ δεν είχε χρήματα για σύγχρονο ήχο), τις μάλλον ερασιτεχνικές ερμηνείες (με καλύτερη αυτή του μετέπειτα σκηνοθέτη Πολ Μαζούρσκι) και μια ισχνή ιστορία καταλήγουν στο να μοιάζει το ωριαίο «Fear and Desire» με μια πολύ μεγαλύτερη σε διάρκεια ταινία, πολύ μεγαλύτερη σε φιλοδοξία απ’ ότι σε εκτέλεση.
Ιστορικά, παραμένει αναμφισβήτητα μια σημαντική στιγμή – πρώτο δείγμα ενός από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες όλων των εποχών και με θεματικές που στη συνέχεια του έργου του θα αποτελούσαν βάση των σπουδαιότερων ταινιών του (βλ. «Full Metal Jacket»). Κινηματογραφικά, όμως, δεν συγκαταλέγεται σίγουρα ανάμεσα στα καλύτερα ντεμπούτα όλων των εποχών και αν ο Κιούμπρικ υπήρξε περισσότερο αυστηρός με τον εαυτό του χαρακτηρίζοντάς το ως μια «φλύαρη, ερασιτεχνική άσκηση... βαρετή και επιτηδευμένη», το επίσης αντιπολεμικό αλλά συγκροτημένο και πανίσχυρο οπτικά και φιλοσοφικά «Paths of Glory» που θα γύριζε τέσσερα χρόνια μετά θα τον έβγαζε αληθινό.
[To «Fear and Desire» προβάλλεται για πρώτη φορά στις ελληνικές αίθουσες, πλήρως ψηφιακά αποκατεστημένο από τη βιβλιοθήκη του Κογκρέσου. Μαζί θα προβάλλεται η πρώτη έγχρωμη ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, το ντοκιμαντέρ «Seafarers» (1953)]