Η Μπάθσιμπα Εβερντιν είναι μια ανεξάρτητη και δυναμική νεαρή γυναίκα που κληρονομεί τη φάρμα του θείου της. Οικονομικά αυτόνομη, κάτι σπάνιο στη βικτωριανή εποχή, όμορφη και πεισματάρα, η Μπάθσιμπα προσελκύει τρεις πολύ διαφορετικούς αλλά αποφασισμένους μνηστήρες: τον Γκάμπριελ Οουκ, έναν βοσκό μαγεμένο από την ισχυρογνωμοσύνη της, τον Φρανκ Τρόι , έναν όμορφο και απερίσκεπτο λοχία, και τον Ουίλιαμ Μπόλντγουντ, έναν ευκατάστατο και ώριμο εργένη. Οσο η Μπάθσιμπα περιτριγυρίζεται από τους τρεις άνδρες και πορεύεται ανάμεσα στα δεσμά του πάθους, της εμμονής και της προδοσίας, πρέπει να βρει τον δικό της δρόμο προς την ευτυχία και όλα όσα επιθυμεί.
Οι σκηνοθετικές ικανότητες του Τόμας Βίντερμπεργκ είναι αδιαμφισβήτητες, ακόμη και όταν αυτός πειραματίζεται (όχι πάντα πετυχημένα) με τα είδη και τα στιλ, παραδίδοντας μια μέχρι σήμερα φιλμογραφία που αποτελείται από ασύνδετες εξωτερικά ταινίες μεταξύ τους, όλες όμως με κοινό παρανομαστή όλα όσα συμβαίνουν στο αποπνιχτικό «εσωτερικό» των ανθρώπινων μυστικών, ενοχών και επιθυμιών.
Η επιλογή του να διασκευάσει κινηματογραφικά το «Μακριά από το Αγριεμένο Πλήθος» του Τόμας Χάρντι, μετά το θρυλικό φιλμ του Τζον Σλέσινγκερ του 1967, μπορεί αρχικά να παραξενεύει, αλλά αν κοιτάξει κανείς βαθύτερα μέσα στο έργο του – από το «Festen» μέχρι το «Κυνήγι» - μπορεί να βρει όλα εκείνα τα στοιχεία που τον κάνουν ιδανικό σκηνοθέτη ενός προφεμινιστικού ρομάντζου που μπορεί φαινομενικά να μιλάει για το «τρίλημμα» μια γυναίκας ανάμεσα σε τρεις άντρες, αλλά στην πραγματικότητα εξερευνά μια επώδυνη και συναισθηματικά αμφίρροπη διαδρομή λάθος επιλογών που μοιάζουν απαραίτητες μέχρι να φτάσεις στη σωστή.
Ο Βίντερμπεργκ πατάει σχεδόν ευλαβικά πάνω στις σελίδες του Χάρντι και ταυτόχρονα – με ελάχιστες και ανεπαίσθητες παραλλαγές – πάνω στο φιλμ του Σλέσινγκερ που στην εποχή του εικονογράφησε εξίσου ευλαβικά την πρώτη του ύλη, προσθέτοντάς της μια αύρα έντονης σεξουαλικότητας που οφειλόταν κατά πολύ στην ταιριαστή επιλογή του συμβόλου που ήταν η Τζούλι Κρίστι για τη δεκαετία του ’60, μια εκτός και πάσας εποχής Μπασθίμπα για τα καλοκαίρια της αγάπης που προηγήθηκαν και θα ακολουθούσαν.
Το «Μακριά από το Πλήθος» του Τόμας Βίντερμπεργκ όμως, παρά την ατυχή «παράλειψη» της ελληνικής του μετάφρασης δεν είναι λιγότερο «αγριεμένο» ούτε από αυτό του Χάρντι ούτε από αυτό του Σλέσινγκερ. Με αξιοθαύμαστη μαεστρία, ο Δανός σκηνοθέτης βυθίζεται στην αγγλική επαρχία των τελών του 19ου αιώνα για να αναδείξει ουσιαστικά και όχι περιγραφικά το φανταστικό Γουέσεξ του Χάρντι και μαζί όλη την τριβή μιας ολόκληρης εποχής που φλετράρει διαρκώς με το πένθος, την επιβίωση, τη μοίρα και την αλλαγή για να αναδειχθεί στην αφετηρία του στροβιλίσματος του 20ου αιώνα.
Ξεκινώντας από την κινηματογράφηση των τοπίων, την ερημία των χωραφιών, τη μοναξιά και τα λιγοστά ψελλιστά λόγια των ηρώων του, ο Βίντερμπεργκ μεταφέρεται γρήγορα και αποκλειστικά στο «εσωτερικό» μιας άγριας συναισθηματικής περιπέτειας και απαλλαγμένος από το «δογματικό» φυσικό φως του «Festen» ή το κλινικό σκοτάδι του «Κυνηγιού», αφήνει τη ζεστή απόχρωση ενός καμουφλαρισμένου ρομαντισμού να πλημμυρίσει μια ιστορία ανεξαρτησίας στη μορφή ενός φεμινιστικού μανιφέστου που - με όλη τη βαρύτητα της ελαφρότητας που οφείλει να εμπεριέχει - μοιάζει με μια ρομαντική κομεντί ή δραμεντί του σήμερα.
Χρησιμοποιώντας κάθε όπλο της πρώτης του ύλης, αλλά και της εποχής στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία του, ο Βίντερμπεργκ κρατάει την ανάσα του κοντά στο αριστουργηματικό κείμενο του Χάρντι και αφήνει τη μόνιμη συνεργάτη του (στο «Submarino» και το «Κυνήγι») Σαρλότ Μπους Κρίστενσεν – όχι τυχαία απόφοιτη της Εθνικής Σχολής Κινηματογράφου της Αγγλίας – να μεγαλουργήσει φωτογραφικά πάνω στην υγρή γη, τα σκοτωμένα χρώματα, τις βίαιες εναλλαγές του καιρού, τα πρόσωπα και τα αισθήματα στο ημίφως. Και σίγουρος πως το εικαστικό αποτέλεσμα θα εγγυηθεί ακόμη και προς τον πιο δύσπιστο πως βρισκόμαστε εντελώς μέσα στο σύμπαν του Τόμας Χάρντι, ο Βίντερμπεργκ επιστρατεύει την ικανότητά του για να παίξει με τους ήρωες, τις αμφιταλαντεύσεις τους, τη θλίψη τους, τις λάθος επιλογές τους και την ασίγαστη πίστη τους πως κάπου στο τέλος της διαδρομής κρύβεται η ευτυχία.
Τον τόνο δίνει η Κάρι Μάλιγκαν, ένα κορίτσι που θέλει διακαώς να ερωτευτεί αλλά την ίδια στιγμή και μια περήφανη γυναίκα που θα «ήθελε να γίνει νύφη αλλά όχι σύζυγος». Στην ερμηνεία που αποδεικνύει πως μπροστά μας έχουμε όχι μόνο μια ολοκληρωμένη πρωταγωνίστρια, αλλά ένα σπάνιο ταλέντο που μπορεί να κινείται ταυτόχρονα ανάμεσα στη θλίψη και το δυναμισμό, την αποφασιστικότητα και το εύθραυστο της φύσης της, τον ερωτισμό και την ακυρωσή του ως προ (ή και μετά) φεμινιστική δήλωση, η Μάλιγκαν καταφέρνει σχεδόν να ξεπεράσει την καθηλωτική ομορφιά της Τζούλι Κρίστι και να φτιάξει μια Μπασθίμπα από την αρχή, ακριβώς όπως την ονειρεύτηκε ο Χάρντι, στο όριο μιας σπαραξικάρδιας μοναχικής ψυχής που ενηλικιώνεται μέσα από τις ερωτικές της περιπέτειες – συμπαρασύροντας μαζί της μια ολόκληρη εποχή.
Γύρω της, οι τρεις «μνηστήρες» κρύβουν τις δικές τους αποκαλυπτικές στιγμές. Και όσο και αν ο Ματίας Σένερτς μεταφέρει με όλο του το σώμα σχεδόν αυτούσιο το πνεύμα του Χάρντι, εκτοξεύοντας μέσα από την μελαγχολία του τη σιγουριά ενός ερωτευμένου ανθρώπου, και όσο και αν ο Τομ Στέριτζ, πιο λίγος από τον ήρωά του καταφέρνει να δώσει ανθρώπινες διαστάσεις σε έναν καιροσκόπο – θύμα κι αυτός μιας ιεραρχίας που δύσκολα θα μπορούσε να προδώσει, είναι ο Μάικλ Σιν, στο ρόλο του τραγικού Γουίλιαμ Μπόλντγουντ που στέκεται απέναντι στην Μπασθίμπα της Μάλιγκαν με ίσους όρους. Οι σκηνές των δύο ξεχωρίζουν, ποτισμένες με την βαθιά μελαγχολία της απώλειας – εκείνου για τον έρωτα που δεν θα μπορέσει να κερδίσει με τα πλούτη του και εκείνης για τον έρωτα που δεν θα μπορέσει ποτέ να νιώσει επιλέγοντας το ρίσκο από την ασφάλεια.
Κάπου ανάμεσα στην ηθελημένη αφαίρεση του έντονα κοινωνικού σχολίου, την ευπρόσδεκτη ανεπιτήδευτη ελαφρότητα με την οποία ο Βίντερμπεργκ αντιμετωπίζει ακόμη και τις μεγαλύτερες τραγωδίες (και δεν είναι λίγες όσες θα συμβούν στους ήρωες) και την πλοκή που πυκνώνει στο δεύτερο μέρος, αναγκάζοντάς τον να βιαστεί μάλλον «τηλεοπτικά» για να προλάβει, το «Μακριά από το Πλήθος» παραμένει σε όλη τη διάρκειά του ένα υπόδειγμα κινηματογραφικής μεταφοράς ενός κλασικού βιβλίου από έναν «ξένο» (με τον ίδιο τρόπο που ο Πολάνσκι το έκανε στο «Τες» πάλι του Χάρντι και ο Ανγκ Λι στο «Λογική και Ευαισθησία» της Τζέιν Οστεν) και μαζί μια απόλυτα σημερινή ταινία που έναν αιώνα μετά από την πρωτοπορία του Χάρντι βρίσκει το πλήθος να συνεχίζει να στροβιλίζεται στη δίνη των ίδιων βασανιστικών θέλω, μη και πρέπει, καταδικασμένα αγριεμένο, πριν από οποιοδήποτε κοινωνικό πλαίσιο, από την ίδια του τη φύση.