Η απάντηση στο γιατί ο Γουίλ Φέρελ σκέφτηκε, εξ αρχής, να κάνει μια ταινία για τη Eurovision είναι απλή.

Ολα ξεκίνησαν από τη Σουδή ηθοποίο και παραγωγό συζυγό του, Βιβέκα Πόλιν, η οποία τον μύησε στον μουσικό διαγωνισμό με την υπεροχή μιας χώρας που κάποτε θριάμβευσε με το «Waterloo» των ABBA και μετρά έξι νίκες (τις περισσότερες μετά τις 7 της Ιρλανδίας). Η ιδέα για μια ταινία γεννήθηκε στο μυαλό του Φέρελ το 1999, μετά από ακόμη μια νίκη της Σουηδίας και θα περνούσε μια δεκαετία μέχρι το σχέδιο γίνει πραγματικότητα με τον Φέρελ να ταξιδεύει μέχρι τη Λισαβόνα το 2018 για αναζήτηση ιστοριών και (αληθινών) χαρακτήρων που θα μπορούσαν να εμπλουτίσουν την ιδέα του.

eurovision

Η απάντηση στο γιατί να κάνει κάποιος, εξ αρχής, μια ταινία για τη Eurovision είναι λίγο πιο πολύπλοκη.

Θεσμός που μέσα στα χρόνια κέρδισε (με το... σπαθί του) τον τίτλο ενός queer παραληρήματος που δεν ενδιαφέρει (και καλά) κανέναν, αλλά τελικά ανεβαίνει συνεχώς σε hype, τηλεθέαση και talk of the country/ies, η Eurovision έχει κάτι παραπάνω από σταθερή βάση θαυμαστών (από τα πιο ενεργά φαν κλαμπ στον κόσμο) και εκ των πραγμάτων εμπλέκει τουλάχιστον το μισό πλανήτη (δικαιώνοντας και την όποια ιμπεριαλιστική διάθεση της Ευρώπης να «αγκαλιάσει» και χώρες εκτός συνόρων της), Το μόνο που δεν χρειάζεται, στα σίγουρα, είναι μια ταινία, αφού από μόνες τους οι βραδιές του ημιτελικού και τελικού έχουν και (περίσσευμα από) θέαμα και (πολύ, σχεδόν δεν το αντέχεις, δηλαδή) δράμα.

Το γεγονός ότι η ταινία του Γουιλ Φέρελ, παρά την έντονη ισλανδική της «καταγωγή» (σε ένα θριάμβο των φορολογικών κινήτρων, αφού από τα 3.6 εκατομμύρια που κόστισε η ταινία το ένα εκατομμύριο το έβαλε η Ισλανδία) και την ευρωπαϊκή της αφετηρία, είναι μια καθόλα αμερικάνικη ταινία (με πρωταγωνιστικό δίδυμο δύο Αμερικάνους και Αμερικάνο σκηνοθέτη, τον Ντέιβιντ Ντόμπκιν του «Wedding Crashers») είναι το μόνο που ίσως έχει νόημα, αφού τουλάχιστον επενδύει στην ιδέα του πώς βλέπουν οι Αμερικάνοι κάτι τόσο «ευρωπαϊκό».

eurovision

Η απάντηση στο γιατί να κάνει κανείς το συγκεκριμένο φιλμ, το «Διαγωνισμός Τραγουδιού Eurovision: Η Ιστορία των Fire Saga» είναι ταυτόχρονα απλή και πολύπλοκη.

Απλή γιατί ο Γουιλ Φέρελ που υπογράφει και σενάριο και παραγωγή δεν κάνει τίποτα διαφορετικό απ' ότι κάνει σχεδόν σε όλη του την καριέρα - τις περισσότερες φορές, χαραμίζοντας ξανά και ξανά το κωμικό του ταλέντο, αποτυχημένα. Εδώ, όπως και στα συγγενή «Talladega Nights» και «Blades of Glory», ο Φέρελ γράφει στο χαρτί τους βασικούς πόλους ενός success story σε συσκευασία κωμωδίας (που προσομοιάζει όσο ο ίδιος μεγαλώνει ακόμη περισσότερο σε εφηβική, αν όχι παιδική, ταινία) και, εκτός από ελάχιστες στιγμές, δεν υπονομεύει καν το υλικό του, παίρνοντας στα σοβαρά όλα όσα συμβαίνουν. Σωστή αντίδραση, θα έλεγε κάποιος για την απίστευτη (!) ιστορία ενός καλλιτεχνικού ζευγαριού δύο κολλημένων Ισλανδών που το όνειρό τους είναι να συμμετάσχουν στη Eurovision και το καταφέρνουν κόντρα σε όλους και σε όλα - με τη βοήθεια των ξωτικών και της κακής τύχης όλων των υπόλοιπων. Λανθασμένη, όταν αυτή η αρχική ιδέα «απλώνεται» σε δυο και κάτι ώρες σαν σόου της Eurovision που περιμένεις το καλύτερο κομμάτι με τις βαθμολογίες και αυτό αργεί τραγικά...

Πολύπλοκη, καθώς οι ισορροπίες είναι πραγματικά πολύ λεπτές ανάμεσα στο «τι στο διάολο βλέπω μπροστά στα μάτια μου;» και στην πρόσκαιρη (μέχρι το επόμενο κλισέ αστείο...) συγκίνηση που νιώθεις για δύο, το παραδεχόμαστε, αξιολάτρευτους χαρακτήρες (με την Ρέιτσελ ΜακΑνταμς να κερδίζει σαφώς στα σημεία, αφού παραμένει συνεπής από την αρχή μέχρι το τέλος, εκεί όπου ο Φέρελ υποκύπτει, φυσικά, σε αχρείαστα σωματικά γκαγκς για μαζικά γέλια).

Ο Γουίλ Φέρελ έχει συλλάβει σωστά το ανεξέλεγχτο queerness της Eurovision, αλλά το δικό του camp είναι ξανά μανά σαν σκετς (και όχι πάντα από τα καλύτερα) από το Saturday Night Live, η κριτική του (στην Αμερική, τη Ρωσία, την Ευρώπη...) είναι πιο ισχνή και από τις πιθανότητες που έχουν οι Fire Saga να κερδίσουν, τα cameo (με τη Ντέμι Λοβάτο επικεφαλής και ένα megamix από τραγούδια και σταρ της ιστορίας της Eurovision που θα ενθουσιάσει τους φανατικούς) βρίσκονται μόνο εκεί για να εμπλουτίσουν το hype της ταινίας και τελικά το «παραμύθι» που θέλει να αφηγηθεί μοιάζει τόσο ανώφελο που πραγματικά σχεδόν από κάποιο σημείο και πέρα δεν έχει νόημα να το παρακολουθείς και όσο συμβαίνει.

Για την τελική βαθμολογία, αυτό που μένει είναι το πάντα εντυπωσιακό σε «κωμωδίες» της ευρύτερης παρέας του Γουίλ Φέρελ (με εξέχουσα σπουδαία περίπτωση το «Zoolander»): η τόλμη όλων των συντελεστών να στηρίξουν ένα πρότζεκτ που κανονικά θα έπρεπε να γελούν και μόνο στο άκουσμά του. Ανάμεσα τους ο Πιρς Μπρόσναν (σε κάτι που σίγουρα του θύμισε και λίγο από τα «Mamma Mia!»), ο κεφάτος και απροσδόκητα έτοιμος για όλα Νταν Στίβενς και η Μελισσάνθη Μάχουτ (τη θυμόμαστε πολύ καλά από τον «Νοτιά») που σηκώνει περήφανα την «ελληνική» σημαία στο διαγωνισμό και προφανώς ήταν εξαρχής επιλογή του Φέρελ να έχει β' ρόλο με πραγματικές αξιώσεις.

Μακριά από το «12 points» (με γαλλική προφορά παρακαλώ!), το «Διαγωνισμός Τραγουδιού Eurovision: Η Ιστορία των Fire Saga» τελειώνει και σου αφήνει ακριβώς το ίδιο αίσθημα με το σόου της Eurovision: χαμένος χρόνος που μας διασκέδασε όσο διαρκούσε.