Ενώ ο Σαμ, ένας αιώνιος εργένης, κατευθύνεται προς ένα επαγγελματικό ραντεβού βρίσκει τον Ρασίν, ένα μικρό αγόρι που έχει χαθεί στο Μετρό. Όταν ο Ρασίν αρνείται να πάει στην αστυνομία ο Σαμ του υπόσχεται ότι θα τον κρατήσει κοντά του για λίγες μέρες. Έτσι ζουν μαζί για λίγο καιρό και ο Ρασίντ γνωρίζει τους φίλους του Σαμ: την Άννυ που βγαίνει πάντα με τους λάθος άντρες, την Μαίρη και τον Τσάρλι που η σχέση τους κλονίζεται όταν ο Τσάρλι αποφασίζει να μετακομίσει στο Λος Αντζελες και την Μισισίπι μια κοπέλα που κατορθώνει να πείσει τον Σαμ να δεσμευτεί.
Δεν είναι τυχαίο ότι κάποια στιγμή στο φιλμ, δυο από τους ήρωες, επιστρέφουν από το σινεμά, έχοντας δει μόλις μια ταινία του Γούντι Αλεν. Δεν είναι επίσης τυχαίο, ότι έχουν κάτι αστείο κι έξυπνο να πουν γι αυτόν. Το όνομά του μπορεί να μην αναφέρεται στο σενάριο, αλλά αμέσως καταλαβαίνεις για ποιον μιλούν.
Κάτι ανάλογο, συμβαίνει και με την ίδια την ταινία. Από τον πρωταγωνιστή που υποδύεται ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Τζος Ράντνορ και που είναι ένα χαριτωμένο κουβάρι χιούμορ, πνεύματος και άγχους, ως τις συχνά απολαυστικές ατάκες και τις καταστάσεις που είναι τυπικά Νεοϋορκέζικες, το φιλμ θα μπορούσε να είναι μια ταινία του Γούντι, πριν αποφασίσει να ξεκινήσει τον γύρο του Κόσμου.
Η καλύτερα θα μπορούσε να να είναι ένα φιλμ του Γούντι, για θεατές που δεν έχουν δει πολλές από τις ταινίες του, αλλά έχουν μεγαλώσει με μια δίαιτα έξυπνων, τηλεοπτικών sitcom όπως «How I Met Your Mother», όπου ο Ράντνορ πρωταγωνιστεί.
Διότι ακόμη κι αν το σενάριο κατορθώνει να κάνει μια σειρά από έξυπνες παρατηρήσεις για τις σχέσεις, την συναισθηματική ενηλικίωση, τα άγχη, νέων, ανήσυχων intellectual αστών, η φόρμα του φιλμ παραμένει όσο το δυνατόν πιο «φιλική στον χρήστη», χτισμένη πάνω σε σκηνές απόλυτα οριοθετημένες, συχνά τοποθετημένες ανάμεσα σε «παρενθέσεις» από τραγούδια που υπογραμμίζουν τη δράση, δυστυχώς αποδυναμώνοντας την.
Ακόμη κι έτσι όμως, η καρδιά της ταινίας είναι ειλικρινής (και πιο τρυφερή κι από αυτή ενός μαρουλιού), απροσποίητη, γεμάτη αγάπη για τους ατελείς ήρωές της, που ο σκηνοθέτης μοιάζει να γνωρίζει καλά. Εστω κι αν απουσία κυνισμού ή ενός πιο πικρού χιούμορ που θα υπονόμευε την γλυκεία αίσθηση που η ταινία αφήνει, μπορεί να προκαλέσει σε κάποιους αλλεργική αντίδραση.
Κατανοητό. Αλλά το φιλμ απαιτεί να εγκαταλείψεις τον κυνισμό σου στην είσοδο του σινεμά και να δοκιμάσεις να αναγνωρίσεις κάτι από τον εαυτό σου, σε χαρακτήρες που τολμούν να αφεθούν και να χαλαρώσουν.
Κι αν μια παρέα από τριαντάρηδες Νεοϋορκέζους μπορούν να το κάνουν, γιατί όχι κι εσύ;