Μπορεί το πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων να λειτουργεί άψογα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορεί να προστατέψει τους μάρτυρες από τον ίδιο τους τον εαυτό. Ειδικά, αν πρόκειται για πρώην μέλη της μαφίας που είναι εθισμένα στην παρανομία. Ο Φρεντ Μανζόνι, ένας σκληροτράχηλος και βίαιος Αμερικανός μαφιόζος μετακομίζει με τη σύζυγο και τα δυο του παιδιά σε μια ήσυχη κωμόπολη της Νορμανδίας υπό την επίβλεψη ενός πράκτορα του FBI. Ομως, είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει η φύση των ανθρώπων και η οικογένεια Μανζόνι θα υποκύψει ξανά στις εγκληματικές της συνήθειες. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν μερικοί «παλιόφιλοι» από τη Νέα Υόρκη αποφασίσουν να επισκεφτούν τη Γαλλία για ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Η γραφική και ήρεμη γαλλική κωμόπολη θα γίνει σύντομα το σκηνικό μιας εκρηκτικής αντιπαράθεσης.
Μπορεί το πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων να λειτουργεί άψογα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορεί να προστατέψει τους μάρτυρες από τον ίδιο τους τον εαυτό. Ειδικά, αν πρόκειται για πρώην μέλη της μαφίας που είναι εθισμένα στην παρανομία. Ο Φρεντ Μανζόνι, ένας σκληροτράχηλος και βίαιος Αμερικανός μαφιόζος μετακομίζει με τη σύζυγο και τα δυο του παιδιά σε μια ήσυχη κωμόπολη της Νορμανδίας υπό την επίβλεψη ενός πράκτορα του FBI. Ομως, είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει η φύση των ανθρώπων και η οικογένεια Μανζόνι θα υποκύψει ξανά στις εγκληματικές της συνήθειες. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν μερικοί «παλιόφιλοι» από τη Νέα Υόρκη αποφασίσουν να επισκεφτούν τη Γαλλία για ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Η γραφική και ήρεμη γαλλική κωμόπολη θα γίνει σύντομα το σκηνικό μιας εκρηκτικής αντιπαράθεσης.
O Ρόμπερτ Ντε Νίρο στον ρόλο ενός γκάνγκστερ. Για μια ακόμη φορά. Αλλά αυτή τη φορά σε μια κωμωδία. Είναι μια από εκείνες τις ιδέες που μοιάζουν καλές όταν τις λες ανάμεσα στους κολλητούς σου έχοντας ίσως πιει και μια μπύρα. Αλλά αν είσαι ο Λικ Μπεσόν, μπορείς και να τις κανείς όντως ταινίες.
Οχι ότι υπάρχει κανένα πρόβλημα με μια ταινία όπου ο Μπόμπι παίζει ένα «καλό παιδί», εκτός βέβαια ότι είναι ένας ρόλος που μοιάζει να τον έχει παίξει περισσότερες φορές απ όσες όλοι οι άντρες του πλανήτη έχουν πει έστω και μία φορά «you talkin' to me» μπροστά στον καθρέφτη. Το πρόβλημα είναι ότι το φιλμ του Μπεσόν ακόμη κι αν είναι βασισμένο σε ένα βιβλίο του Τονίνο Μπενακουίστα, ενός αναμφίβολα ενδιαφέροντα συγγραφέα και σεναριογράφου, δεν κατορθώνει να ξεφύγει ποτέ από τα πλαίσια μιας κλισέ κωμωδίας για την μαφία.
Και βεβαίως θα μπορούσε κανείς να κοιτάζει τον Ντε Νίρο και την Μισέλ Φάιφερ (και τον Τόμι Λι Τζόουνς) να υποδύονται οτιδήποτε, όμως εδώ οι ρόλοι τους αγγίζουν τα όρια της καρικατούρας. Εκείνος ο κουρασμένος μαφιόζος που όσο κι αν προσπαθεί να κάνει μια καινούρια αρχή επιστρέφει πάντα στους τρόπους που ξέρει – και που ακόμη κι αν είναι λάθος αποδεικνύονται τελικά αποτελεσματικοί- εκείνη, η πιστή σύζυγος που επίσης δεν αστειεύεται.
Και μιλώντας για αστεία, μεταξύ μας η ταινία δεν έχει όσα θα χρειαζόταν, ή αν προτιμάτε, ελάχιστα λειτουργούν. Η σκηνή όπου ο Ντε Νίρο αναλύει τα «Καλά Παιδιά» στην επαρχιακή κινηματογραφική λέσχη του χωριού όπου κατοικούν είναι αναμφίβολα μια από τις καλύτερες σκηνές του φιλμ, αλλά δεν αρκεί για να σώσει ένα φιλμ που είναι στο σύνολό του αμήχανο και που δεν ξέρει να χρησιμοποιήσει με πετυχημένο τρόπο τους μηχανισμούς της φάρσας.
Οσο για το τελευταίο κομμάτι του, στο οποίο μεταμορφώνεται σε μια ταινία δράσης όταν οι μαφιόζοι που τους κυνηγούν επιτέλους τους ανακαλύπτουν είναι απλώς το πιο βαρετό και αδιάφορο κομμάτι μιας ταινίας που έμοιαζε καλή ιδέα και που ίσως θα ήταν καλύτερα να είχε μείνει μόνο τέτοια...