Η Αν (Ζιλιέτ Μπινός) που ζει στο Παρίσι, είναι μητέρα δύο παιδιών και εργάζεται ως ρεπόρτερ στο περιοδικό ELLE, ετοιμάζει ένα άρθρο για το φαινόμενο της φοιτητικής πορνείας, νεαρά κορίτσια δηλαδή που αναγκάζονται να κάνουν σεξ επί πληρωμή προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις σπουδές τους. Οι έρευνές της θα την οδηγήσουν σε δύο ανεξάρτητες νεαρές κοπέλες, την Αλισιά (Τζοάνα Κούλιγκ) και την Σαρλότ (Αναΐς Ντεμουστιέ), και οι συναντήσεις μαζί τους θα την κάνουν να αμφισβητήσει τις πιο βαθιές πεποιθήσεις της για το χρήμα, την οικογένεια και το σεξ.
Η εμμονή του σινεμά με το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου μοιάζει να είναι τόσο παλιά, όσο και η πορνεία, ή έστω τόσο παλιά όσο το ίδιο το σινεμά. Τι καινούριο άραγε έχει να πει μια ακόμη ταινία πάνω στο θέμα; Οπως φαίνεται από το φιλμ της Πολωνέζας Μαλγκόσκα Ζουμόφσκα, όχι πάρα πολλά. Η Ζιλιέτ Μπινός υποδύεται μια δημοσιογράφο σε γυναικείο περιοδικό που θέλοντας να κάνει ένα αποκαλυπτικό κομμάτι για την πορνεία, έρχεται κοντά με δυο νεαρά κορίτσια που συμπληρώνουν το εισόδημά τους πουλώντας το κορμί τους για σεξ.
Οι ιστορίες τους όπως τις αφηγούνται στο μαγνητόφωνο και αυτή της ίδιας της δημοσιογράφου, παγιδευμένη σε έναν αδιάφορο γάμο και μια καλοβαλμένη μπουρζουά ζωή με την οποία δεν νιώθει καθόλου ικανοποιημένη, μπλέκονται σε ένα εντελώς αδιάφορο αποτέλεσμα, γεμάτο ευκολίες, κλισέ, και σκηνές που σε κάνουν να αναρωτιέσαι για ποιο λόγο πρέπει να δεις μια ακόμη ταινία που μοιάζει με την επιτομή του χαμένου χρόνου, στο όνομα ενός «κοινωνικού σινεμά» του καναπέ, που έχει ελάχιστη επαφή με την σημερινή, αληθινά σκληρή πραγματικότητα του κόσμου γύρω μας.
Κι αν η Ζιλιέτ Μπινός κάνει ότι μπορεί για να στηρίξει με την ερμηνεία της έναν χαρακτήρα που μοιάζει τουλάχιστον σχηματικός, το σενάριο την αφήνει ακάλυπτη και συμπεριφέρεται ακόμη χειρότερα στους χαρακτήρες των δυο νεαρών εκδιδόμενων κοριτσιών. Διότι αν στην περίπτωση της δημοσιογράφου μπορείς απλά να προσπεράσεις τα προβλήματά της ως μια ακόμη κοινότοπη εικονογράφηση της μπουρζουά βαρεμάρας, στην περίπτωση των δύο κοριτσιών βρίσκεσαι αντιμέτωπος με έναν λανθάνοντα ενοχλητικό «αισθησιασμό» που κάνει την ταινία να μοιάζει ακόμη πιο out of focus, ασαφή στις προθέσεις της και μάλλον μπερδεμένη στην εκτέλεσή της.