Η Μισέλ, διευθύντρια μιας εταιρίας με video games πέφτει θύμα άγριου βιασμού μέσα στο σπίτι της από έναν μασκοφορεμένο άνδρα. Αποφασίζει να μην αναφέρει τίποτα στην αστυνομία ή τους φίλους και συνεργάτες της, συνεχίζοντας κανονικά τη ζωή της: την ανάπτυξη ενός καινούριου παιχνιδιού που έχει αργήσει να κυκλοφορήσει, τον επικείμενο γάμο του γιου της με μια γυναίκα που δεν συμπαθεί, τα νέα της σχέση του πρώην συζύγου της με μια νεαρή καθηγήτρια γιόγκα, την παράνομη σεξουαλική σχέση της με τον άνδρα της καλύτερης φίλης και συνεταίρου της, το γεγονός ότι η μητέρα της θέλει να παντρευτεί έναν νεαρό άνδρα που την εκμεταλλεύεται και την «επιστροφή» του πατέρα της, ο οποίος ετοιμάζεται να ζητήσει ακόμη μια φορά αναστολή της ποινής ισόβιας φυλάκισης την οποία εκτίει μετά από τις πιο διάσημες μαζικές δολοφονίες του πρόσφατου παρελθόντος.
Διασκευάζοντας το βιβλίο του Φιλίπ Ντιζάν «Oh...» από το 2012 (είναι ο συγγραφέας του «37˚2 le Matin» στο οποίο βασίστηκε το θρυλικό «Μπέτι Μπλου» του Ζαν - Ζακ Μπενέξ), ο Πολ Βερχόφεν είχε να αντιμετωπίσει έναν απίστευτο όγκο πλοκής, σαδομαζοχιστικών φαντασιώσεων και συναισθηματικής έντασης που κάποιος θα φανταζόταν από το τρέιλερ πως το «Elle» θα ήταν ένα σκοτεινό θρίλερ - υβρίδιο με σεξουαλικές απολήξεις, νότες γκροτέσκου και φροϋδική εμβάθυνση, καταδικασμένο ήδη πριν το δει κανείς ως ένα cult ανοσιούργημα ενός πεπερασμένου σκηνοθέτη που ξεκίνησε ως auteur με το «Turkish Delight» και τον «Τέταρτο Ανθρωπο» στην Ολλανδία, ενέδωσε στο Χόλιγουντ παραδίδοντας κλασικές στιγμές της επιστημονικής φαντασίας («Robocop», «Ολική Επαναφορά»), αποκάλυψε το ενδιαφέρον του στο σεξουαλικό θρίλερ με την απίστευτη επιτυχία του «Βασικού Ενστίκτου» και παρά τις προσπάθειες των Γάλλων κριτικών να θεωρήσουν το «Starship Troopers» το απόλυτο αντιπολεμικό έπος, χάθηκε από το κοινό ενδιαφέρον με μοναδικό debate πόσο κακή ή πιο κακή κι από αυτό ταινία ήταν το «Showgirls».
Κι όμως, το «Elle» είναι η απόδειξη πως αυτό που έκρυβε πάντα ο Πολ Βερχόφεν κάτω από τo διαρκές (και επιτυχημένο) παιχνίδι του με το mainstream είναι όχι μόνο ακόμη ζωντανό και άκρως νεανικό (παρά τα 77 του χρόνια), αλλά και τόσο ώριμο πλέον ώστε να γίνει η κινητήριος δύναμη πίσω από μια απολαυστική ταινία, βλάσφημη και απενοχοποιημένη, τολμηρή και καθόλου politically correct, αστεία και πικρή μαζί. Φτιαγμένη από έναν master, o οποίος ισορροπεί με αξιοθαύμαστη δεξιοτεχνία ανάμεσα στο σασπένς και το μελόδραμα, το camp και το γκροτέσκο, το τραγικό με το ελαφρύ και το σοκαριστικό με το ανώδυνο, για να ολοκληρώσει μια σπουδή πάνω στη «βασανισμένη» ψυχή μιας γυναίκας και την ίδια στιγμή να επιχειρήσει μια βουτιά στην κόλαση με τον πιο σαρδόνιο τρόπο που έχουμε δει πρόσφατα στο σινεμά - και σίγουρα κι έξω από αυτό.
Μην επιτρέψετε σε κανέναν να σας αποκαλύψει ποια είναι η διαδοχή των γεγονότων που θα οδηγήσουν την Μισέλ σε μια παράδοξη «χειραφέτηση» που χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να κερδίσει, εγκλωβισμένη στο τραυματισμένο παρελθόν της και το ανικανοποίητο παρόν της, στην προσπάθεια της να είναι η γυναίκα που θα ήθελε και η γυναίκα/μητέρα/σύζυγος/ερωμένη/κόρη που θα ήθελαν όλοι οι άλλοι. Κρατήστε μόνο ως αστερίσκο την απαράμιλλη μαεστρία με την οποία ο Βερχόφεν στήνει ένα φιλμ μυστηρίου - με σασπένς και σκηνές τρόμου - χωρίς να χάνει πραγματικά ούτε μια φορά τον τόνο μιας κατάμαυρης κωμωδίας που θα μπορούσε να είναι όλη μια φαντασίωση, αλλά ακόμη και όταν νομίζεις ότι θα πατώσει στο απύθμενο βάθος της ψυχαναλυτικής της βάσης επιπλέει θριαμβευτικά λόγω της χωρίς καμία αναστολή (βλ. και ντροπή) αφηγηματικής της τόλμης.
Διασχίζοντας όλη τη διαδρομή από ένα μεταφεμινιστικό μαινφέστο μέχρι ένα φόρο τιμής στον Αλφρεντ Χίτσκοκ και από την ακύρωση κάθε γνωστού κανόνα ενός θρίλερ μέχρι τη σαφή πολιτική δήλωση, ο Πολ Βερχόφεν καταφέρνει με το «Elle» κάτι που δεν είναι καθόλου προφανές. Με την επίφαση ενός απολαυστικού και ξεκαρδιστικά αστείου φιλμ που δεν κατακάθεται ποτέ κάτω από το βάρος των σεναριακών του ιδεών, τοποθετεί χειρουργικά πάνω στο τραπέζι της συζήτησης και βαθιά μέσα στο μυαλό του θεατή μια ολόκληρη πολιτική πρωτίστως συζήτηση γύρω από το που σταματάει ο φετιχισμός και ξεκινά η βία, γύρω από το πόσο η υποκρισία της καθολικής εκκλησίας γεννά ανθρώπους - τέρατα, γύρω από το πόσο θα μπορούμε να συνεχίζουμε να ζούμε κουβαλώντας κυριολεκτικά τα τραυματά μας, γύρω από το πόσο πιο εύκολα είναι όλα όταν είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας και τους άλλους.
Οσα επιχειρημάτα και να βρείτε για να αντικρούσετε το απενοχοποιημένο σύμπαν του «Elle», ο Πολ Βερχόφεν θα σας τα επιστρέψει πίσω με την μορφή καλοδουλεμένων σκηνών, ατμόσφαιρας που υποβάλλει, ατακών που εκστομίζονται την κατάλληλη στιγμή από τον κατάλληλο άνθρωπο, ερμηνειών που λειτουργούν οργανικά στο παράδοξο (τραγικό και κωμικό) μαζί τόνο της ταινίας.
Στο κέντρο της, η Ιζαμπέλ Ιπέρ δεν είναι μόνο όλες οι Μισέλ του κόσμου, όχι πολύ καλές μάνες, όχι πολύ καλές φίλες, όχι πολύ καλές πρώην σύζυγοι, όχι πολύ καλές διευθύντριες, όχι πολύ καλές ερωμένες, όχι πολυ καλές κόρες - κι όμως με το δικό της τρόπο μια υπέροχη, αστεία, ευάλωτη, δυναμική γυναίκα που θέλει να καυλώνει, να φροντίζει όσους αγαπά, να ελέγχει τα πάντα γύρω της, να ανακαλύπτει τα όριά της, να κάνει λάθη στο δρόμο προς το σωστό, τόσο τραυματισμένη όσο να αναζητά το τραύμα (μεταφορικά και κυριολεκτικά) για να νιώσει ζωντανή.
Στην ίσως μεγαλύτερη και πιο δύσκολη ερμηνεία της καριέρας της - όχι και τόσο αστειευόμενος κάποιος θα μπορούσε να περιγράψει ως μια «Δασκάλα του Πιάνου» που ανακαλύπτει το «Βασικό Ενστικτό» της - η Ιζαμπέλ Ιπέρ είναι σαρωτική, μια larger than life τραγική φιγούρα που παίζει κωμωδία με την ίδια άνεση που αυνανίζεται βλέποντας ένα ζευγάρι να φωτίζει μια φάτνη, που ζητάει από έναν υπάλληλό της να βγάλει το παντελόνι του, που φέρνει στο νου της τη στιγμή του βιασμού της όχι πάντα με τρόμο, που αφηγείται σε έναν συγκλονιστικό μονόλογο το φρικτό παρελθόν της σαν να ήταν απλά η υπόθεση μιας ταινίας στην τηλεόραση, που δεν μπορείς παρά να νιώσεις τη μοναξιά της και τον τρόμο της απέναντι σε όλους και όλα όσα προσπαθούν να την κάνουν να ντραπεί.
Οπως θα δηλώσει, όμως, η ηρωίδα της σε μια από τις πιο αποκαλυπτικές σκηνές της ταινίας: «Η ντροπή δεν είναι αρκετά δυνατό συναίσθημα για να μας σταματήσει από το να κάνουμε οτιδήποτε». Διαπίστωση που εκφράζει όλα όσα είναι το «Elle», με πρώτο και πιο σίγουρο μια απενοχοποιημένη αυθεντική κινηματογραφική απόλαυση.