H Εύα, μια χωρισμένη μητέρα, απολαμβάνει τη δουλειά της ως μασέζ, αλλά αγωνιά για την επικείμενη αποχώρηση της κόρης της, η οποία ετοιμάζεται να φύγει για σπουδές. Καθώς η μέρα αυτή πλησιάζει, η Εύα γνωρίζει τον Αλμπερτ, έναν γλυκό και αστείο εργένη, με τον οποίο μοιράζονται τις ίδιες ιδέες. Ταυτόχρονα, η Εύα αποκτά μια καινούρια φίλη, τη νέα της πελάτισσα ονόματι Μαριάν. Η Μαριάν είναι μια όμορφη «σχεδόν τέλεια» ποιήτρια, η οποία υπολείπεται μιας πολύ σημαντικής αρετής: δε μπορεί με τίποτα να σταματήσει να «θάβει» τον πρώην άντρα της. Οταν η Εύα μαθαίνει όλη την αλήθεια για τη σχέση της Μαριάν με τον πρώην της, τότε αρχίζει και η ίδια να έχει αμφιβολίες για τη σχέση της με τον Αλμπερτ.
Αν το σκεφτείς δεύτερη φορά, μοιάζει άδικο να κρίνεις τη νέα ταινία της Νικόλ Χολοφσένερ ως «το τελευταίο φιλμ του Τζέιμς Γκαντολφίνι» - όπως θα μείνει περισσότερο γνωστή στην ιστορία – και όχι γι’ αυτό που πραγματικά είναι: μια αφοπλιστική ρομαντική κομεντί που μιλάει για πραγματικούς ανθρώπους που δηλώνουν έτοιμοι να ερωτευτούν αλλά, όπως συμβαίνει συνήθως, δεν είναι καθόλου σίγουροι γι’ αυτό.
Δεν χρειάζεται όμως να το σκεφτείς δεύτερη φορά. Στην ίσως καλύτερη ταινία της ιδιοσυγκρασιακής καριέρας της (που ξεκίνησε με το «Walking and Talking» του 1996 και έφτασε με μόλις τέσσερις ταινίες σε 14 χρόνια στο «Please Give» του 2010), η Χολοφσένερ τελειοποιεί το προσωπικό της στιλ, κάτι ανάμεσα σε έναν θηλυκό Γούντι Αλεν και έναν αμερικάνο Ερίκ Ρομέρ, παραδίνοντας τα όπλα στην πηγαία κωμωδία, τη νεύρωση της μέσης ηλικίας και σε δύο πρωταγωνιστές που σου κλέβουν την καρδιά με το καλημέρα.
Το γεγονός πως είναι αδύνατον να παρακολουθήσεις οποιαδήποτε σκηνή του Τζέιμς Γκαντολφίνι χωρίς να νιώσεις μια βαθιά θλίψη για την απώλειά του, δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο το «μέγεθος» του μέσα σε μια ταινία που του χαρίζει ίσως τον καλύτερο ρόλο της σύντομης καριέρας του και που ο ίδιος τον υποδύεται με έναν all-time classic τρόπο – σημείο αναφοράς για το τι σημαίνει ρομαντικός ήρωας της διπλανής πόρτας.
Γραμμένο με κέφι, γνώση της αναπάντεχης καθημερινότητας στο Λος Αντζελες και κυρίως βαθιά αίσθηση των ηρώων του, το «Enough Said» μιλάει (όσο και ο πρωτότυπος τίτλος του) αρκετά για όλα όσα κάνουν δύο ανθρώπους να τολμήσουν να ξαναερωτευτούν, ακριβώς σε εκείνο το σημείο της ζωής τους που πρέπει να αφήσουν στο παρελθόν τους αποτυχημένους γάμους τους και να αποχαιρετήσουν τα παιδιά τους καθώς αυτά φεύγουν από κοντά τους για να ξεκινήσουν την ενήλικη ζωή τους στο κολέγιο.
Εκεί συναντάει η Χολοφσένερ την νευρική, αστεία και μπερδεμένη ως γυναίκα και ως μάνα Eύα. Εκεί συναντά και τον ατσούμπαλο, λάτρη της απλότητας, μπερδεμένο ως άντρα και ως πατέρα Αλμπερτ. Η συνάντησή τους θα είναι σχεδόν καρμική, αφού μοιράζονται τις ίδιες αγωνίες για τους πρώην τους και τις κόρες τους, μόνο που η μοιραία γνωριμία της Εύα με την πρώην γυναίκα του Αλμπερτ θα την εμποδίσει να εμπιστευτεί το ένστικτό της και να δεχθεί μια ακόμη από τις σκληρές αλήθειες αυτής της ζωής: αυτή που μπορεί να κάνει τον πιο μισητό άνθρωπο για κάποιον να είναι την ίδια στιγμή για σένα ο πιθανός έρωτας της ζωής σου.
Η Χολοφσένερ στήνει την ίντριγκά της με απλές κινήσεις, μας συστήνει τους χαρακτήρες της τόσο λιτά μέσα από μικρές λεπτομέρειες της καθημερινότητάς τους και αναζητώντας και η ίδια απαντήσεις στα διλήμματα της ηρωίδας της, αφηγείται μια σχεδόν κλασική ρομαντική ιστορία παρεξηγήσεων ανακατεύοντας την παράδοση του Τζορτζ Κιούκορ με το καλύτερο και πιο απενοχοποιημένο κομμάτι του ανεξάρτητου αμερικάνικου κινηματογράφου.
Στο κέντρο μιας ταινίας που όσο και σε στιγμές προδίδεται από το «υπερβολικά» γραμμένο σεναριό της, αλλά δεν σταματά να είναι αναπάντεχα αφοπλιστική μέσα στην απλότητά της, η Τζούλια Λίουις Ντρέιφους, στον πρώτο πρωταγωνιστικό της ρόλο, αποδεικνύει πως η συναρπαστική θητεία της στην αμερικάνικη τηλέοραση (από το κλασικό «Seinfeld» μέχρι το πιο πρόσφατο «Veep») στέρησε όλα αυτά τα χρόνια από το σινεμά μια σπουδαία ηθοποιό που ξέρει να χειρίζεται την κωμωδία με τρόπο ανεπιτήδευτο και χαρισματικό.
Τo one-woman show της Ντρέιφους διακόπτεται μόνο από δύο υπέροχους δεύτερους γυναικείους ρόλους στα πρόσωπα της Κάθριν Κίνερ και της Τόνι Κολέτ και αναδεικνύεται όταν σαν αντίβαρο στην κωμική της μελαγχολία, ο Αλμπερτ του Τζέιμς Γκαντολφίνι σκορπά ωκεανούς cuteness και επίγειας ρομαντικής μεγαλοσύνης.
Οι δυο τους κερδίζουν με διαφορά τον τίτλο του πιο αξιαγάπητου ζευγαριού της χρονιάς σε μια ταινία που μπορεί να σε κάνει να μάθεις να εμπιστεύεσαι τον άλλον, ακόμη κι αν η ζωή σε έχει μάθει να μην εμπιστεύσαι κανέναν. Και που όσο άδικο κι αν είναι να μείνει στην ιστορία ως «το τελευταίο φιλμ του Τζέιμς Γκαντολφίνι», ίσως είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για ένα μεγαλύτερο κοινό να ανακαλύψει το μικρό αλλά με τον δικό του απέριττο τρόπο σπουδαίο σινεμά της Χολοφσένερ.