Από την ατελέσφορη προσπάθεια του Αλεχάνδρο Χοδορόφσκι να μεταφέρει το «Dune» στην μεγάλη οθόνη μέχρι την απενοχοποιημένα cult μεταφορά του Ντέιβιντ Λιντς το 1984, η κινηματογραφική ιστορία του «Dune» δεν ήταν ποτέ στρωμένη με ροδοπέταλα.

Κάτω από το βάρος της κληρονομιάς του λογοτεχνικού έπους του Φρανκ Χέρμπερτ και πίσω από τις πιέσεις ενός fandom που αποζητούσε με πάθος μια κινηματογραφική εκδοχή που θα δικαίωνε τις προσδοκίες του, η προσαρμογή μιας από τις πιο εμβληματικές αφηγήσεις στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας, από την αρχή φάνταζε σχεδόν ως ένας ευσεβής πόθος, λίγο πολύ σαν την προφητεία για τον εκλεκτό που θα άλλαζε την μοίρα του πλανήτη Αράκις, την οποία όλοι γνώριζαν αλλά λίγοι ήταν διατεθειμένοι να πιστέψουν.

Ωστόσο το «Dune» του Ντενί Βιλνέβ, βασισμένο σε έναν φανταστικό κόσμο του μέλλοντος, όπου ισχυροί οίκοι οικογενειών εξουσιάζουν ολόκληρους πλανήτες ενώ το πιο πολύτιμο υλικό που υπάρχει είναι ένα πανάκριβο μπαχαρικό που επιτρέπει την διαπλανητική μετακίνηση, είναι πλέον εδώ: γυαλιστερό, πιστό στο πρωτότυπο υλικό, γεμάτο τάσεις μεγαλείου και μια αυθεντική αγάπη για όλα όσα αγκαλιάζει αυτό το σύμπαν, σε μια ευλαβική σχεδόν προσέγγιση.

Αλλωστε ο Βιλνέβ είχε ήδη αποδείξει τις ικανότητες του και στην εικονογραφία της επιστημονικής φαντασίας («Αφιξη», «Blade Runner 2049») αλλά και στο χτίσιμο μελλοντολογικών, πολύχρωμων ή μη, κόσμων. Η ματιά του ήταν ανέκαθεν επική, η αφήγησή του πάντα έβρισκε τον άνθρωπο ανάμεσα σε όλα τα τεχνολογικά επιτεύγματα και τα κάδρα του μόνιμα αρέσκονταν στο να ανακαλύπτουν νέους τρόπους να δει κανείς τον κόσμο.

Στο «Dune» ο Βιλνέβ επιμένει στα δυνατά του στοιχεία, ρίχνει φως στις ερήμους του Αράκις και τα παλάτια των Ατρειδών, βουτάει στο σκοτάδι των Χαρκόνεν και τα οράματα του Πολ με την μυστηριώδη Τσάνι που υπόσχεται μια ακόμα πιο μεσσιανική συνέχεια και παρουσιάζει κάθε χαρακτήρα με στόμφο και βαρύτητα, χορογραφώντας τις κινήσεις τους με αυστηρότητα και ντύνοντας τα λόγια τους με υφέρπουσα τραγικότητα, κλείνοντας το μάτι στην αρχαία ελληνική τραγωδία που έτσι κι αλλιώς επηρέασε (όχι μόνο λόγω «Ατρειδών») το έργο του Χέρμπερτ.

Το «Dune» του είναι σφιχτοδεμένο, με σταθερό ρυθμό σε όλη την διάρκεια, λυρικό και με μια μόνιμη πομπώδη θεατρικότητα, η οποία μεγεθύνει όλα τα συναισθήματα της αφήγησης, είτε πρόκειται για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου είτε για το βάρος ολόκληρου του κόσμου στους ώμους ενός μόνου ανθρώπου.

Το μόνο που θα μπορούσε κανείς να προσάψει στον Βιλνέβ είναι το γεγονός ότι δεν τολμάει να ρισκάρει ή να προχωρήσει σε αιρετικές επιλογές, τουλάχιστον προς το παρόν. Από την άλλη όμως, ακριβώς αυτό είναι και το δυνατότερο σημείο της ταινίας: ένα «Dune» φτιαγμένο για τους οπαδούς του «Dune» και ένα δώρο σε όλους τους φαν που εδώ και δεκαετίες ανέμεναν μια εντυπωσιακή και επική κινηματογραφική μεταφορά αυτού του κόσμου.

Για αυτό και κάθε ρόλος, όσο μικρός κι αν είναι, έχει ανατεθεί σε έναν πασίγνωστο σταρ: o Ντέιβ Μπαουτίστα γρυλίζει με πάθος της ατάκες του Ραμπάν, η Σάρλοτ Ράμπλινγκ ισορροπεί ανάμεσα στο κλασικό και το μοντέρνο πίσω από το πέπλο της Γκάιους Μοχιάμ, ο Τζος Μπρόλιν εκπαιδεύει με περισσή πειθώ μέσα από την στολή του Γκάρνεϊ, ο Τζέισον Μομόα δανείζει τα μπράτσα και το παιχνιδιάρικό του βλέμμα στον Ντάνκαν Αϊνταχο και ο Στέλαν Σκάρσγκαρντ φλερτάρει με το εκκεντρικό όσο ποτέ, χαρίζοντας την όψη του στην εμβληματική μορφή του Κόμη Χαρκόνεν και το μειδίαμα στα πρόσωπα των θεατών του.

Το «Dune» όμως είναι ουσιαστικά μια ταινία του Τίμοθι Σαλαμέ (όσο και αν οι Ρεμπέκα Φέργκιουσον, Οσκαρ Αϊζακ και Ζεντάγια είναι κρίσιμοι στην ιστορία), ένα στοίχημα ουσιαστικά για την ικανότητά του να κουβαλά στην πλάτη του τεράστια franchises και μία μεγάλη ευκαιρία για να αποδείξει ότι αξίζει τελικά να τον φωνάζουμε με το όνομά του. Ο ρόλος του ως Πολ Ατρείδης φέρει όλα τα στοιχεία της δημιουργίας ενός μεγάλου σταρ και ο Σαλαμέ δείχνει έτοιμος να παραδοθεί πλήρως και ο ίδιος στην μεσσιανική προφητεία που κουβαλά μαζί ο ήρωάς του.

Το πρώτο μέρος του Dune είναι ήδη εδώ. Και όπως αναφέρει και η Τσάνι της Ζεντάγια στην μεγάλη οθόνη, «αυτό είναι μόνο η αρχή».