Ο Οδηγός κάνει δύο δουλειές: την μέρα εργάζεται σαν κασκαντέρ σε ταινίες και τη νύχτα οδηγεί αυτοκίνητα που συμμετέχουν σε ληστείες. Δεν έχει σημασία σε ποια από τις δυο εργασίες βρίσκεται, ο Οδηγός νιώθει άνετα μόνο πίσω από το τιμόνι ενός αυτοκινήτου. Η ζωή του αλλάζει όταν γνωρίζει την Αϊρένε και τον γιό της Μπενίσιο. Αρχίζει να περνάει χρόνο με την οικογένεια μέχρι που ο Στάνταρντ, ο άντρας της Αϊρένε, αποφυλακίζεται, και ο Οδηγός ύστερα από παράκληση της Αϊρένε, αναγκάζεται να απομακρυνθεί. Όταν κάποια μέρα ο Οδηγός βρίσκει τον Στάνταρντ αιμόφυρτο στο γκαράζ, χτυπημένο από γκάνγκστερς, αναγκάζεται να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.
Γεμάτο αναφορές που ξεκινούν από την μυθολογία των γουέστερν και καταλήγουν στην κατασκευασμένη πραγματικότητα της επιστημονικής φαντασίας του «Blade Runner», έχοντας καταπιεί, χωνέψει, μεταβολίσει, το σινεμά του Μάικλ Μαν, τους κώδικες των νουάρ, την μυθολογία του κινηματογραφικού Λος Αντζελες και το soundtrack του «To Live and Die in LA», το αμερικάνικο ντεμπούτο του Δανού Νίκολς Βίντινγκ Ρεφν, θα μπορούσε να είναι ένα εντυπωσιακό κολάζ εικόνων και ήχων, μια μηχανή δίχως ψυχή, ειδικά εφόσον είχε ξεκινήσει σαν γκαζωμένο action για τον Χιου Τζάκμαν.
Κι όμως αποφεύγοντας τις λακκούβες, γλιστρώντας σαν σε άσφαλτο με λάδια πάνω στα γνώριμα σημάδια των ταινιών της δράσης και της κάθε macho μηχανοκίνητης περιπέτειας, το «Drive», είναι μια ταινία που σε πιάνει απροετοίμαστο, λες κι έρχεται με φόρα, από το τυφλό σημείο του καθρέφτη σου.
Αφοπλιστικά ρομαντική, υπερβολικά βίαιη, ηθελημένα σχηματική με τρόπο που υπονομεύει όλες τις genre καταβολές της, μοιάζει με το νόθο παιδί ενός arthouse film και μιας φτηνής b-movie. Ευτυχώς κατορθώνει να κρατά τα καλύτερα γονίδια κι από τα δυο της γένη, δείχνοντας όχι σαν ένα ταλαιπωρημένο αποπαίδι, αλλά σαν πρίγκηπας με pulp στεφάνι κι ένα γεμάτο ιδέες μυαλό.
Και τι υπέροχες εικόνες! Ομολογουμένως όχι πάντα με τον τρόπο που περιμένεις , αφού οι επιλογές του Ρεφν στον τρόπο της απεικόνισης της βίας συχνά σε κάνουν να στρέψεις το κεφάλι, όμως ο τρόπος που η κάμερα του κινηματογραφεί τους ήρωες, την πόλη, τα αυτοκίνητα, ακόμη και το πιο ασήμαντο πλάνο, δεν είναι τίποτα λιγότερο από μαγνητικός.
Το ίδιο και η αντίληψη του για τον κινηματογραφικό χρόνο, που τον διαστέλλει ή τον παγώνει τον επιταχύνει ή τον συμπτύσσει μέσα από αγωνιώδεις σκηνές δράσης και ακόμη πιο θεαματικά slo-mo -τεχνάσματα που ίσως έμοιαζαν κούφια στα χέρια ενός άλλου, μα που στο στιλιζαρισμένο, σχεδόν μη ρεαλιστικό σύμπαν του «Drive» είναι απόλυτα ταιριαστά.
Εχοντας μάτι για τις λεπτομέρειες, το φιλμ επιμένει σ αυτές: Σε δευτερεύοντες ήρωες που προσθέτουν στο φιλμ χαρακτήρα (όπως ο εξαιρετικός κακός του Αλμπρετ Μπρουκς), ή ψυχή (όπως ο μηχανικός -του επιτέλους και στο σινεμά- Ρόμπερτ Κράνστον). Σε πράγματα που πιθανότατα άλλος δεν θα έδινε καμιά σημασία και που εδώ καταλήγουν να ορίζουν την ίδια την υφή του φιλμ: μια οδοντογλυφίδα στα δόντια του ήρωα, ένα μπουφάν με έναν σκορπιό στην πλάτη. Μπορεί να ακούγονται σαν μικρά τίποτα, αλλά δοκιμάστε να φανταστείτε τις ταινίες που αγαπάτε, χωρίς αυτά τα μικρά τίποτα και τότε θα ανακαλύψετε την αληθινή τους σημασία.
Εκτός από τα μικρά βεβαίως, το φιλμ κατέχει και τα γιγαντιαία: Την ερμηνεία του Ράιαν Γκόσλινγκ που κάνει την λιγομίλητη φιγούρα του οδηγού να δείχνει όχι σαν άδειο στερεότυπο αλλά σαν μεταμοντέρνος, σιωπηλός σαμουράι, προσθέτοντας υπαρξιακό βάθος σε μια ιστορία που φαντάζεσαι ότι έχει πιστόνια αντί για καρδιά και σε έναν χαρακτήρα που θα μπορούσε να μοιάζει ψεύτικο ανδρείκελο, αδιάφορο crash test dummy πίσω από το τιμόνι.
Και φυσικά κατέχει την ίδια την κινητήρια δύναμη του απολαυστικού σινεμά: την μυρωδιά του ζωογόνου κινδύνου που συνεπάγεται η αίσθηση ότι βλέπεις μιας ταινία που δεν σε σφηνώνει ανάμεσα στους φουσκωμένους αερόσακους των κλισέ, που δεν φοβάται να πατήσει το γκάζι ή να μπει με χειρόφρενο στις στροφές, ακόμη κι αν ενοχλήσει τα ευαίσθητα στομάχια των επιβατών της.