Είμαστε στο 1462. Η Τρανσυλβανία απολαμβάνει παρατεταμένη περίοδο ειρήνης υπό τη βασιλεία του Βλαντ του Γ' και της συζύγου του Μιρένα, οι οποίοι μεριμνούν ώστε οι υπήκοοί τους να ζουν προστατευμένοι από τους εχθρούς και ειδικότερα τους Τούρκους που επεκτείνονται επικίνδυνα, κατακτώντας όποια εδάφη βρίσκουν στο πέρασμά τους. Οταν ο Σουλτάνος Μεμέτ ο Β' απαιτεί 100 παιδιά για το στρατό των Γενίτσαρών του, ο Βλαντ καλείται να αποφασίσει αν θα ακολουθήσει το παράδειγμα του πατέρα του και θα παραδώσει το γιο του στο σουλτάνο ή αν θα απευθυνθεί σε ένα τέρας ώστε να νικήσει τους Τούρκους, χάνοντας, όμως, την ψυχή του.
Υπάρχει στ΄ αλήθεια κάτι που δεν ξέρουμε στον μύθο του κόμη Δράκουλα, κάτι στο modus operandi και στην ιστορία του που αγνοούμε; Η ταινία του Γκάρι Σορ πιστεύει προφανώς πως ναι και γι αυτό αφιερώνεται στην εξιστόρηση της δημιουργία του «τέρατος» πίσω στις μέρες που η Οθωμανική Αυτοκρατορία σάρωνε την Ευρώπη και ο Βλάντ ο Τρίτος της Τρανσυλβανίας θέλησε να αντισταθεί για χάρη της οικογένειας και των υπηκόων του.
Ακόμη κι αν η αφορμή είναι η φλούδα μιας ιστορικής αλήθειας, το «Dracula Untold» θα μπορούσε να ιδωθεί ως ιστορική αλήθεια μόνο από ανθρώπους που πιστεύουν ότι ο Batman υπάρχει όντως, αφού η αφήγηση αυτού του origins story ακολουθεί την λογική μιας superhero movie, βυθίζοντας τον ήρωα στο σκοτάδι (χμ... εδώ κυριολεκτικά) για να σφυρηλατήσει μέσα από τις δοκιμασίες τον χαρακτήρα του.
Ενα μείγμα Ιστορίας, υλικού που αντλείται από το κλασισκό βιβλίο του Μπραμ Στόκερ, πλούσιας φαντασίας και μια γερή δόση βοήθειας από μηχανές που γεννούν ειδικά εφέ, σε διπλοβάρδια για να φτιάξουν γιγαντιαία σμήνη από νυχτερίδες, το φιλμ του Σορ δεν είναι κάτι που περιμένει να το πάρεις στα σοβαρά.
Το ίδιο βεβαίως το κάνει κατά στιγμές, αλλά είναι εύκολο να ξεπεράσεις τις όποιες απόπειρές του να δημιουργήσει χαρακτήρες και δράμα, αφού στο μεγαλύτερο μέρος του κυλά σαν μια καλοφτιαγμένη B- movie, κάπου ανάμεσα στους «300» και το «Game of Thrones», για ένα κοινό που ζητά fun αλλά όχι απαραίτητα πρωτοτυπία από την επίσκεψή του στο σινεμά.
Το αποτέλεσμα δεν είναι κακό, περιέχει μερικές αναμφίβολα θεαματικές σκηνές που σε κάνουν να προσπερνάς τα βαρετά μέρη της έκθεσης των χαρακτήρων και τους κακούς διαλόγους και τρέχει με την ελαφρότητα μιας όχι ακριβώς ένοχης, μα σίγουρα ελάχιστα απαιτητικής, απόλαυσης.
Αν μάλιστα δεν απαιτούσε τόσο έντονα να προεξοφλήσει μια συνέχεια, σε μια τελική σκηνή που μοιάζει περισσότερο απ οτιδήποτε άλλο, αστεία, τα πράγματα θα ήταν αναμφίβολα καλύτερα...